- ΙΝΩ ΑΦΕΝΤΟΥΛΗ
- ΠΗΓΗ: ΤΑ ΝΕΑ
Δύο φαινομενικά διαφορετικά γεγονότα σημάδεψαν τις πρώτες μέρες του νέου έτους: η διελκυστίνδα για την εκλογή του προέδρου της αμερικανικής βουλής και η εισβολή στο κοινοβούλιο της Βραζιλίας. Παρά τη γεωγραφική απόσταση και τη διαφορετική βαρύτητα του καθενός έχουν έναν κοινό παρανομαστή, το λαϊκισμό.
Η αδυναμία εκλογής προέδρου του αμερικανικού νομοθετικού οργάνου μπορεί να χαρακτηριστεί διαδικαστικό θέμα παρότι είχε να συμβεί κάτι αντίστοιχο πάνω από εκατό χρόνια. Χρειάστηκαν δεκαπέντε γύροι ψηφοφοριών για να εκλεγεί ο μετριοπαθής ρεπουμπλικανός βουλευτής από την Καλιφόρνια, Κέβιν Όουεν ΜακΚάρθι. Είχε εναντίον του μια ομάδα βουλευτών του δικού του κόμματος αλλά οπαδών του Τραμπ.
Η εισβολή του όχλου στο κοινοβούλιο της Βραζιλίας επίσης μιμήθηκε την αντίστοιχη απόπειρα κατάληψης του αμερικανικού Καπιτωλίου. Οι οπαδοί του Μπολσονάρο έχουν πολλές ομοιότητες με τους οπαδούς του Τραμπ και η ιδεολογική – πολιτική συγγένεια των δύο ηγετών είναι επίσης γνωστή. Τα δύο ρεύματα συγκλίνουν στην άρνηση τους να αποδεχθούν τους κανόνες του δημοκρατικού παιχνιδιού, με κορυφαίο αυτό της μη αμφισβήτησης των εκλογικών αποτελεσμάτων.
Στις ΗΠΑ οι δημοκρατικοί θεσμοί είναι σαφώς πολύ ισχυρότεροι από πολλές άλλες χώρες του κόσμου και η αντοχή τους αποδείχτηκε με την ήττα του Τραμπ καθώς και τη σχετικά μικρή διαφορά επικράτησης των Ρεπουμπλικανών στις εκλογές για τη Βουλή και τη Γερουσία τον περασμένο Νοέμβριο. Ωστόσο, οι περισσότεροι παρατηρητές της αμερικανικής πολιτικής σκηνής συγκλίνουν στη διαπίστωση ότι η ισχύς των θεσμών που προστατεύουν την αμερικανική δημοκρατία έχει μειωθεί σημαντικά από ένα υπαρκτό αντιδημοκρατικό ρεύμα που δεν είναι συγκυριακό και υπάρχει ανεξαρτήτως Τραμπ. Και για το λόγο αυτό ο κίνδυνος επικράτησης του στις επόμενες προεδρικές εκλογές το 2024 υπό το βάρος και των συνεπειών του πολέμου στην Ουκρανία, ιδιαίτερα του πληθωρισμού, είναι υπαρκτός.
Μια τέτοια εξέλιξη θα εξυπηρετούσε τον ένοικο του Κρεμλίνου και υποστηρικτή των λαϊκιστικών μορφωμάτων στην Ευρώπη. Το 2024 δεν είναι μακριά. Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει διαρκέσει ήδη σχεδόν ένα χρόνο και τίποτε δεν δείχνει ότι θα τελειώσει σύντομα. Για τον Πούτιν είναι ένας πόλεμος αντοχής από τη στιγμή που δεν κατάφερε να εκπληρώσει τους στόχους του πολύ γρήγορα. Έχει ηττηθεί στρατηγικά αλλά δεν θα αφήσει τους άλλους να κερδίσουν. Οι “άλλοι” είναι η δυτική συμμαχία που στηρίζει την Ουκρανία. Είναι κυρίως η Ουάσιγκτον και ο πρόεδρος Μπάιντεν. Η Μόσχα θα κάνει ότι περνάει από το χέρι της για να ηττηθούν οι Δημοκρατικοί το 2024 όπως έκανε και για να πετύχει την εκλογή του Τραμπ το 2016 ( η παρέμβαση της έχει τεκμηριωθεί από τη σχετική έρευνα της αμερικανικής δικαιοσύνης).
Αλλά και στην ευρωπαϊκή ήπειρο έχει αποδειχθεί ότι με υβριδικά μέσα η Ρωσία συστηματικά επιδίδεται σε απόπειρες επιρροής εκλογικών διαδικασιών στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία. Σε βαλκανικές χώρες όπως το Μαυροβούνιο ή η Βόρεια Μακεδονία οι παρεμβάσεις αυτές έχουν υπάρξει πιο άμεσες. Ας είμαστε λοιπόν σε επαγρύπνηση. Η Ρωσία δεν έχει συγχωρήσει την ελληνική στροφή υπέρ της Ουκρανίας. Καλλιεργεί συστηματικά τις σχέσεις του Πατριαρχείου Μόσχας με ελληνικούς εκκλησιαστικούς κύκλους. Μπορεί να επηρεάσει δίκτυα μέσων ενημέρωσης στην περιφέρεια. Ο υβριδικός πόλεμος, ας μην το ξεχνάμε, είναι ένας φθηνός πόλεμος.