- ΙΝΩ ΑΦΕΝΤΟΥΛΗ
- ΠΗΓΗ: tovima.gr
Οι εκλογές της 14ης Μαϊου έχουν χαρακτηρισθεί ως οι πλέον κρίσιμες της τελευταίας εικοσαετίας στην Τουρκία. Επιθυμία του Ερντογάν θα ήταν την επέτειο της εκατονταετίας από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1923 ν’ ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της εγκαινιάζοντας τον «τουρκικό αιώνα» όπως τον αποκαλεί με κεντρικό ήρωα τον ίδιο και όχι τον Κεμάλ Ατατούρκ. Αυτή η προοπτική δεν φαίνεται σήμερα ρεαλιστική καθώς η φθορά της εικοσαετούς διακυβέρνησης του μπορεί να τον οδηγήσει εκτός εξουσίας.
Για την τουρκική αντιπολίτευση, αυτές οι εκλογές θα είναι η «μητέρα των μαχών». Αν τις χάσει θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να κλονίσει το καθεστώς Ερντογάν που θα προσλάβει ακόμη περισσότερο αυταρχικά χαρακτηριστικά. Αν τις κερδίσει, θα ανοίξει μια νέα σελίδα για την Τουρκία με τρομακτικές μεν δυσκολίες αφού τα πολύ σοβαρά της προβλήματα δεν θα εκλείψουν αλλά και με πολύ σημαντική υποστήριξη από το εξωτερικό. Σ’ αυτή την τελευταία διάσταση θα πρέπει να επικεντρωθεί η προσοχή μας. Τι θα συνέφερε την ελληνική εξωτερική πολιτική; Η παραμονή του Ερντογάν ή η επικράτηση του Κιλιτσντάρογλου;
Σε περίπτωση νίκης της αντιπολίτευσης θα πρέπει να αναμένεται μια πολύ αποφασιστική στήριξη από πλευράς ΗΠΑ και ΕΕ. Η Ουάσιγκτον θα επιδιώξει να αποκαταστήσει τις κλονισμένες σχέσεις της με την Αγκυρα προκειμένου να την απομακρύνει από την επιρροή της Μόσχας και να την επαναφέρει στην ατλαντική οικογένεια όπου ο ρόλος της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ παραμένει σημαντικός καθώς έχει το δεύτερο μεγαλύτερο στρατό μετά τις ΗΠΑ. Μια προβλέψιμη, δυτικόστροφη Τουρκία, μπορεί να έχει σημαντικό ρόλο στον πόλεμο της Ουκρανίας αλλά και στη Μέση Ανατολή.
Η Ευρωπαϊκή Ενωση επίσης θα αντιμετωπίσει τη νέα τουρκική ηγεσία με πιο θετική στάση. Ας μην ξεχνάμε ότι η Τουρκία παραμένει υποψήφια προς ένταξη χώρα. Ακόμη και αν αυτή η προοπτική δεν είναι ρεαλιστική το προσεχές διάστημα, υπάρχουν πολλά ενδιάμεσα στάδια που θα μπορούσαν να προσφέρουν στην Αγκυρα μια πιο ουσιαστική σχέση με την ΕΕ και η αντιπολίτευση έχει ήδη εκφράσει την επιθυμία της να την επιδιώξει.
Η επόμενη ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να είναι συνεπώς έτοιμη για ένα διεθνές περιβάλλον πιο φιλικό απέναντι στην Τουρκία και να σταθμίσει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της νέας εποχής. Ακόμη και αν ο Ερντογάν επανεκλεγεί, η δεινή οικονομική κατάσταση θα τον οδηγήσει σε συμβιβασμούς προκειμένου να αντλήσει κεφάλαια και στήριξη από το εξωτερικό.
Ανεξαρτήτως αποτελέσματος, ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στις σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση με άμεσες επιπτώσεις στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις. Τα μηνύματα έχουν δοθεί στην Αθήνα και τα κόμματα εξουσίας θα έπρεπε ίσως να αναζητήσουν κοινή γραμμή με συναίνεση ως προς την εθνική στρατηγική που πρέπει να ακολουθηθεί ώστε η Ελλάδα να μην είναι απλώς αποδέκτης πρωτοβουλιών τρίτων αλλά διαμορφωτής των δικών της.
Στο αφιέρωμα του Βήματος σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων του Παντείου Πανεπιστημίου έξι κορυφαίοι ειδικοί για την Τουρκία και την Ανατολική Μεσόγειο – τέσσερις Τούρκοι και δύο Αμερικανοί- αναλύουν τα σενάρια της επόμενης μέρας.
(*) Η Ινώ Αφεντούλη είναι εκτελεστική διευθύντρια του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.
- Ahmet İnsel
- ΠΗΓΗ: tovima.gr
Η Τουρκία θα απαλλαγεί από τον ερντογανισμό;
Θα είναι η Τουρκία η πρώτη χώρα που θα εξέλθει μέσω εκλογών από ένα καλά εδραιωμένο αυταρχικό καθεστώς; Οι εκλογείς καλούνται να επιλέξουν ανάμεσα σε δύο αντίθετα πολιτικά συστήματα: την επιστροφή στη δημοκρατία, το κράτος δικαίου, τον κοινοβουλευτισμό ή τη συνέχιση της βασιλείας του Ταγίπ Ερντογάν, την ενίσχυση του αυταρχισμού και του συστήματος κόμματος-κράτους. Κομμένο και ραμμένο στα μέτρα ενός ανδρός, το σύστημα αυτό, ο ερντογανισμός, είναι το βασικό διακύβευμα αυτών των εκλογών καθώς μια μεγάλη συμμαχία της αντιπολίτευσης εμφανίζεται ενωμένη απέναντι του.
Ο Ερντογάν άρχισε να προετοιμάζει το προεδρικό σύστημα μετά την τρίτη νίκη του στις εκλογές του 2011. Η απόπειρα πραξικοπήματος το 2016 και η επιβολή στρατιωτικού νόμου του έδωσαν την ευκαιρία να το εισαγάγει με την υποστήριξη του ακροδεξιού MHP κερδίζοντας ωστόσο με πολύ μικρή διαφορά (51%) στις εκλογές του Απριλίου 2017. Πρόκειται για ένα εκλεγμένο αυταρχικό καθεστώς, χωρίς διάκριση εξουσιών, με μια εθνο-θρησκευτική ιδεολογία, χαοτική οικονομική πολιτική που αποδείχτηκε καταστροφική, επιθετική και οπορτουνιστική εξωτερική πολιτική.
Οι σεισμοί του Φεβρουαρίου ανέδειξαν όλες τις αδυναμίες του συστήματος: την ανίατη κατάσταση των θεσμών, τις συνέπειες του υπερσυγκεντρωτισμού και του νεποτισμού στη δημόσια διοίκηση, τα αποτελέσματα της αμνηστίας στις κατασκευαστικές εταιρείες. Η Τουρκία εισήλθε στην εκλογική περίοδο κάτω από αυτές τις συνθήκες. Ο Ερντογάν με μειωμένη δημοτικότητα και για πρώτη φορά σε άμυνα αναγκάσθηκε να διευρύνει τη συμμαχία του με μικρά ισλαμικά ριζοσπαστικά κόμματα. Προηγουμένως είχε φροντίσει να καταδικαστεί σε δύο χρόνια φυλάκισης ο πολύ δημοφιλής δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης, Εκρέμ Ιμάμογλου.
Για να εδραιώσει το δόγμα του θρησκευτικού εθνικισμού, από τις αρχές της δεκαετίας του 2010, ο Ερντογάν εφάρμοσε μια στρατηγική εξάλειψης των εθνικών διαφορών (Τούρκοι-Κούρδοι), των θρησκευτικών (Σουνίτες-Αλεβίτες) καθώς και των πολιτιστικών (συντηρητικοί-μοντέρνοι). Εμφανιζόταν ως ο φυσικός ηγέτης της κοινωνικής πλειοψηφίας της Τουρκίας, σουνιτικής και συντηρητικής, και κατηγορούσε την αντιπολίτευση ότι «διχάζει την εθνική και θρησκευτική ενότητα», ότι «εκφράζει μια εγκληματική οργάνωση», ή ότι «είναι πράκτορας ξένων δυνάμεων». Η έκφραση «αυθεντική και εθνική» (yerli ve milli) έγινε το μόττο του, όπως για παράδειγμα όταν χρειάστηκε να αιτιολογήσει την απόφασή του για μετατροπή σε τζαμί της Αγίας Σοφίας.
Σήμερα μια άλλη διαίρεση κυριαρχεί στην Τουρκία ανάμεσα στους οπαδούς και τους αντιπάλους του Ερντογάν. Η δημιουργία ενός αντι-Ερντογάν μετώπου έδωσε τα πρώτα θετικά αποτελέσματα στις δημοτικές εκλογές του 2019. Στηριζόμενος σ’αυτή την επιτυχία, ο επικεφαλής του CHP, Kemal Kılıçdaroğlu, επέβαλε σχεδόν πραξικοπηματικά στο κόμμα του τη συμμαχία με συντηρητικά κόμματα. Απέναντι στη Λαϊκή Συμμαχία του Ερντογάν δημιουργήθηκε η Εθνική Συμμαχία, το «Τραπέζι των Εξι» που αλλάζει το πολιτικό σκηνικό. Περιλαμβάνει το κεντρο-αριστερό CHP, ένα κόμμα δεξιό, της Ακσενέρ, τα μικρά κόμματα που προήλθαν από τη διάσπαση του AKP, ένα ιστορικό ισλαμικό κόμμα. Επιπλέον, το κουρδικό κίνημα και διάφορα ρεύματα της αριστεράς καλούν τους οπαδούς τους να ψηφίσουν τον υποψήφιο της αντιπολίτευσης. Πρόκειται για κάτι πρωτόγνωρο. Με μια προσωπικότητα διαμετρικά αντίθετη του Ερντογάν, ο Kemal Kılıçdaroğlu, προβάλλει ως «ήρεμη δύναμη» και εκφράζει την επιθυμία για επιστροφή στον κοινοβουλευτισμό.
Από την πλευρά του, το κουρδικό κίνημα, παρά τις διώξεις που υφίσταται, συγκρότησε μέτωπο με κόμματα τις αριστεράς για τις βουλευτικές εκλογές. Αυτή η συμμαχία που οι δημοσκοπήσεις την εμφανίζουν στο 11-13% θα έχει καθοριστικό ρόλο στην εκλογή προέδρου αλλά και στο σχηματισμό κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.
Ο κοινός παρονομαστής αυτών των νέων συσπειρώσεων είναι η επιθυμία να τεθεί τέλος στο καθεστώς Ερντογάν, στο νεποτισμό και τη διαφθορά, να αποκατασταθεί το κράτος δικαίου, οι ελευθερίες, και οι σχέσεις με την ΕΕ.
Εάν η αντιπολίτευση επικρατήσει, το μέγεθος της προσπάθειας που θα απαιτηθεί για να εξαλειφθεί ο ερντογανισμός θα είναι τεράστιο. Δεν θα αποκατασταθεί η δημοκρατία από τη μια μέρα στην άλλη. Αλλά μια τέτοια νίκη θα κινητοποιήσει τις δημοκρατικές δυνάμεις και γι’αυτό ελπίζουμε δεν θα είναι παροδική. Αντιθέτως, εάν επικρατήσει ο Ερντογάν και πάλι, η Τουρκία θα παραμείνει για πολύ μακρύ διάστημα στην κατηγορία των αυταρχικών καπιταλιστικών καθεστώτων.
Ο Ahmet Insel, συγγραφέας και ακαδημαϊκός, διετέλεσε καθηγητής των πανεπιστημίων Galatasaray και της Σορβόννης (Paris 1 Panthéon-Sorbonne).
- Alper Coşkun
- ΠΗΓΗ: tovima.gr
Επαναπροσδιορίζοντας τις ελληνο-τουρκικές σχέσεις
Η Ελλάδα και η Τουρκία οδεύουν προς κρίσιμες εκλογές τις επόμενες μέρες. Αυτή η συγκυρία στην πολιτική τους διαδρομή έπεται καταστροφών που πρόσφατα συγκλόνισαν τις δύο χώρες. Η Τουρκία επλήγη από καταστροφικούς σεισμούς το Φεβρουάριο και η Ελλάδα βίωσε το τραγικό σιδηροδρομικό ατύχημα τον επόμενο μήνα.
Οι δύο χώρες στάθηκαν η μία δίπλα στην άλλη στα τραγικά αυτά γεγονότα. Η επίδειξη αλληλεγγύης βοήθησε στην εκτόνωση της έντασης και στη δημιουργία θετικής ατμόσφαιρας. Με τις εκλογές να διεξάγονται σ’ αυτό το κλίμα, οι επόμενες κυβερνήσεις θα έχουν την ευκαιρία να αξιοποιήσουν την ευνοϊκή δυναμική στις διμερείς σχέσεις. Και οι δύο θα πρέπει πολύ σοβαρά να αντιμετωπίσουν αυτή την επιλογή.
Ασφαλώς, το πλέγμα των διαφωνιών που χωρίζουν την Τουρκία και την Ελλάδα είναι σύνθετο. Η κάθε πλευρά είναι οχυρωμένη στο δικό της αφήγημα. Οι εθνικές τους θέσεις υπερβαίνουν τις κομματικές γραμμές, αφήνοντας μικρό περιθώριο για εκπλήξεις ακόμη και στην περίπτωση πολιτικών αλλαγών στην κάθε πλευρά. Ωστόσο, η νοοτροπία μηδενικού αθροίσματος που ορίζει τη σχέση τους δεν μπορεί να αποτελέσει μακροπρόθεσμη στρατηγική. Ως γειτονικοί σύμμαχοι, Τουρκία και Ελλάδα, πρέπει να αλλάξουν τη φύση της σχέσης τους προς το καλύτερο. Επαναπροσδιορίζοντάς την με θετικό πρόσημο και απορρίπτοντας τη νοοτροπία της συνεχούς αντιδικίας είναι το λογικό πράγμα να κάνουν. Αυτό θα ελαχιστοποιούσε τον κίνδυνο ανεξέλεγκτης κλιμάκωσης που θα μπορούσε γρήγορα να εξελιχθεί σε σύγκρουση. Οσο συντομότερα οι δύο πλευρές αναγνωρίσουν την ανάγκη να το κάνουν, τόσο το καλύτερο.
Ενας τρόπος να δρομολογηθεί μια τέτοια δυναμική προς τη βελτίωση των σχέσεων θα ήταν οι νέο-εκλεγμένοι ηγέτες να υπογράψουν μια πολιτική διακήρυξη δεσμευόμενοι σε σχέσεις καλής γειτονίας και υποσχόμενοι να μην χρησιμοποιήσουν τα πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά πλεονεκτήματα της κάθε χώρας σε βάρος της άλλης. Αυτό θα ήταν ένα πολύ καλό πρώτο βήμα συμβατό με το πνεύμα της Θετικής Ατζέντας που εφαρμόζουν Τουρκία και Ελλάδα προκειμένου να ενισχύσουν τη συνεργασία τους σε διάφορους τομείς. Επιπλέον, πρακτικά βήματα θα μπορούσαν επίσης να βοηθήσουν. Η κάθε χώρα θα μπορούσε να αναλάβει πρωτοβουλία σε συγκεκριμένους τομείς ώστε να σηματοδοτήσει τη δέσμευση της στη βελτίωση των διμερών σχέσεων.
Η Ελλάδα, για παράδειγμα, θα μπορούσε να συνδράμει την Τουρκία εντός της ΕΕ ώστε να ενισχυθεί η προσπάθεια ανοικοδόμησης των πληγέντων από τους σεισμούς περιοχών και να αναπτυχθούν δράσεις υποστηρικτικές της διαβίωσης εκατομμυρίων Σύρων προσφύγων στην Τουρκία με στόχο τον επαναπατρισμό τους όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν.
Η Τουρκία, αντιστοίχως, θα μπορούσε να εξετάσει ευκαιρίες επέκτασης της συνεργασίας της με την Ελλάδα στους τομείς της ενέργειας και της πράσινης μετάβασης. Θα μπορούσε να προετοιμάσει ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο αξιοποίησης με την Ελλάδα των κοιτασμάτων φυσικού αερίου της Μαύρης Θάλασσας και να προσφέρει δυνατότητες συμπαραγωγής αγαθών υποστηρικτικών της Ευρωπαϊκής πράσινης αλυσίδας.
Η επικαιροποίηση της τελωνειακής ένωσης της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ενωση, που παραμένει στάσιμη εδώ και κάποιο διάστημα, είναι ένας άλλος τομέας στον οποίο Τουρκία και Ελλάδα θα μπορούσαν να αναπτύξουν από κοινού μια δημιουργική προσέγγιση. Σχετικές προβλέψεις δείχνουν ότι μια ανανεωμένη Τελωνειακή Ενωση δεν θα ωφελούσε μόνο την Τουρκία αλλά και την ΕΕ, και ειδικότερα την Ελλάδα, προσφέροντας ευκαιρίες αν δεν προβάλλονταν πολιτικά εμπόδια.
Με την αλλαγή νοοτροπίας, ιδέες όπως αυτές θα μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν. Ακόμη και αν δεν αντιμετωπίζουν ευθέως τις βασικές διμερείς διαφορές μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδας, προσπάθειες συνεργασίας που εξυπηρετούν τα συμφέροντα της κάθε πλευράς, θα οικοδομήσουν ένα καλύτερο πλαίσιο σχέσεων, επ’ ωφελεία και των δύο.
Οι σκεπτικιστές και οι επικριτές της προσέγγισης ανάμεσα στην Τουρκία και την Ελλάδα θα απορρίψουν αυτές τις ιδέες. Ωστόσο, η πασιφανής πραγματικότητα είναι ότι τα συμφέροντα των δύο χωρών εξυπηρετούνται από τη βελτίωση των σχέσεων.
Και ενάντια σε όλες τις αντιξοότητες, αυτό είναι εφικτό. Είναι καιρός να αρθούμε στο ύψος των περιστάσεων και να αρχίσουμε να προετοιμάζουμε το έδαφος για αυτή την αλλαγή με θαρραλέες πράξεις.
Ο Alper Coşkun είναι τ. Πρέσβης, κύριος ερευνητής του Ευρωπαϊκού Προγράμματος του Carnegie Endowment for International Peace, όπου διευθύνει την πρωτοβουλία «Η Τουρκία και ο Κόσμος» (the Turkey and the World initiative). Η έρευνα του επικεντρώνεται στην Τουρκική εξωτερική πολιτική, ειδικότερα σε σχέση με τις ΗΠΑ και την Ευρώπη.
- Asli Aydintasbas
- ΠΗΓΗ: tovima.gr
Μια πολύ σημαντική εξέλιξη σε σχέση με τις επερχόμενες εκλογές στην Τουρκία είναι ότι η επανεκλογή Ερντογάν δεν θεωρείται δεδομένη. Υπάρχει αντίθετα μια μεγάλη πλειοψηφία που έχει πεισθεί για την ήττα του. Υπάρχουν ασφαλώς πολλοί λόγοι που ενισχύουν αυτή την πεποίθηση. Η συμμαχία των έξι κομμάτων της αντιπολίτευσης προηγείται στις δημοσκοπήσεις. Το «συμβόλαιο» του Ερντογάν με την τουρκική κοινωνία έχει καταρρεύσει. Οι νέοι θέλουν αλλαγή, ο πληθωρισμός καλπάζει και το πελατειακό σύστημα δεν αποδίδει πλέον. Η ανεπάρκεια της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει τις συνέπειες του σεισμού αποκάλυψε ότι ο βασιλιάς ήταν γυμνός. Το κυβερνών κόμμα δεν είναι πλέον σε θέση να μονοπωλεί την πολιτική και αντανάκλαση αυτού είναι ο μικρότερος αριθμός υποψηφίων βουλευτών του.
Ωστόσο, ας είμαστε επιφυλακτικοί. Τίποτε δεν είναι δεδομένο και πολλά μπορούν να συμβούν μέχρι την ημέρα των εκλογών. Σύμφωνα με δημοσκοπήσεις υπάρχει ακόμη ένα σημαντικό τμήμα της κοινής γνώμης – 43.5%- που θα ψηφίσει υπέρ του Ερντογάν. Το κόμμα του έδωσε στους συντηρητικούς Σουνίτες φωνή και ρόλο. Με ένα μοναδικό συνδυασμό νέο-οθωμανισμού και ισλαμισμού ανέδειξε την Τουρκία ως ανερχόμενη δύναμη που τίποτε δεν την σταματά. Για την εκλογική του βάση, ο Ερντογάν είναι ο μόνος που μπορεί να κάνει την «Τουρκία Μεγάλη Ξανά».
Στην αντίπερα όχθη, η «συμμαχία των έξι» επεβίωσε πάρα το μπαράζ καθημερινής προπαγάνδας και ψευδών ειδήσεων που εξαπέλυσε η κυβέρνηση και αυτό αποδεικνύει τη διάθεση της τουρκικής κοινωνίας για αλλαγή. Η «αχίλλειος πτέρνα» της μπορεί να είναι ο υποψήφιός της. Ναι, είναι ήπιος, ευγενής κλπ., αλλά μπορεί να καταπιεί ένα δράκο; Δεν το επιδιώκει άλλωστε και προβάλλει ένα άλλο προφίλ, του ήσυχου απλού ανθρώπου που μπορεί να ενώσει τη διχασμένη τουρκική κοινωνία. Ωστόσο, το έργο του δεν είναι εύκολο. Στη χώρα που εφηύρε την έννοια του «βαθέος κράτους» υπάρχουν πολλοί φύλακες του καθεστώτος. Και αν οι πιθανότητες επανεκλογής του Ερντογάν μειώνονται, γιατί φαίνεται τόσο χαλαρός;
Πολλοί ρωτούν: είναι δυνατόν να υπάρξουν ελεύθερες εκλογές στην Τουρκία και ο Ερντογάν να παραδεχθεί την ήττα του; Η απάντηση είναι ναι. Αν η διαφορά είναι πάνω από 2%, το αποτέλεσμα δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Αν όμως είναι μικρότερη τότε θα έχουμε καταστάσεις τύπου Τραμπ και Μπολσονάρο. Θα είναι το χειρότερο σενάριο και για το λόγο αυτό η αντιπολίτευση πρέπει να μπορέσει να έχει παρατηρητές παντού.
Ανεξαρτήτως αποτελέσματος, δύσκολα χρόνια έρχονται για την Τουρκία. Κάποτε το ανερχόμενο αστέρι στην ευρωπαϊκή περιφέρεια, είναι σήμερα μια κατεστραμμένη χώρα. Από τους σεισμούς, την οικονομική δυσπραγία, και πάνω απόλα την πόλωση. Αν κερδίσει η αντιπολίτευση, θα υπάρξει ευκαιρία ανασυγκρότησης αλλά με μεγάλη δυσκολία να επιτευχθεί εθνική συναίνεση γύρω από βασικά ζητήματα. Οι εκλογές θα είναι μόνο η αρχή μιας μακράς περιόδου ίασης του πολιτικού και οικονομικού συστήματος. Καλό όμως είναι να γίνει αυτή η αρχή.
(*) Η Asli Aydintasbas είναι Κύρια Ερευνήτρια στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων (ECFR). To κείμενο αποτελεί απόσπασμα μελέτης της για το αμερικανικό ίδρυμα Brookings και δημοσιεύεται με την άδειά της.
- Henri J. Barkey
- ΠΗΓΗ: tovima.gr
‘Οταν οι τουρκικές εκλογές ολοκληρωθούν, ο νικητής, είτε πρόκειται για τον Ερντογάν ή για τον ηγέτη της αντιπολίτευσης, θα έχει μία άμεση προτεραιότητα, την οικονομία. Εξαιτίας της πολύ κακής διαχείρισης, η νέα κυβέρνηση θα αντιμετωπίσει υψηλό πληθωρισμό, πολύ χαμηλά συναλλαγματικά αποθέματα και ραγδαία υποτίμηση της λίρας εξαιτίας της έλλειψης εμπιστοσύνης. Ωστόσο, ακόμη και αυτή η δεινή κατάσταση επισκιάζεται από τις συνέπειες των καταστροφικών σεισμών που εκτιμάται ότι μεταφράζονται σε απώλειες 8-12% του ΑΕΠ.
Οι απαιτήσεις της οικονομικής ανασυγκρότησης θα υπαγορεύσουν την εξωτερική πολιτική τα επόμενα χρόνια. Η Αγκυρα θα χρειασθεί πολύ σημαντική ξένη βοήθεια, περιλαμβανομένων και πόρων σταθεροποίησης από το ΔΝΤ, καθώς και πρόσβαση σε αγορές για να ενισχύσει τις εξαγωγές της. Και ας μη γελιόμαστε αυτή η βοήθεια θα προέλθει κυρίως από
τις ΗΠΑ και την Ευρώπη.
Ακόμη και πριν τους σεισμούς, ο Ερντογάν είχε αρχίσει να μεταβάλει το πολεμοχαρές ύφος του. Κατέβαλε σημαντικές προσπάθειες να βελτιώσει τις σχέσεις με χώρες όπως η Αίγυπτος, η Σαουδική Αραβία και τα Εμιράτα. Επιπλέον, παρότι η ανθελληνική ρητορική δεν κόπασε, οι παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου σχεδόν εκμηδενίσθηκαν. Αντιλαμβάνεται ότι αν έρθει σε αντίθεση με τις ΗΠΑ και την ΕΕ, θα διακινδυνεύσει την ανταπόκριση τους για παροχή βοήθειας. Για το λόγο αυτό, αν επανεκλεγεί, θα πρέπει να βρει τρόπο να άρει το βέτο για την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ και να βάλει στο ράφι ακανθώδη ζητήματα όπως αυτό των S-400.
Παρομοίως, οι νέες εξελίξεις στην περιοχή, περιλαμβανομένων και των προσπαθειών του Ερντογάν να συμφιλιωθεί με τον Ασσαντ, θα μεταβάλουν τα δεδομένα στο Συρο-κουρδικό ζήτημα. Αυτό θα του επιτρέψει να υποβαθμίσει τις διαφορές του με τις ΗΠΑ παρότι θα είναι δύσκολο δεδομένων των θέσεων που έχει υιοθετήσει στο παρελθόν να τις εγκαταλείψει εντελώς.
Επιπλέον, ενώ θα έχει κατακτήσει κάτι που οι περισσότεροι αναλυτές αμφισβητούσαν, δηλαδή την επανεκλογή του στην εκατοστή επέτειο της ίδρυσης της Τουρκικής Δημοκρατίας, ο επανεκλεγείς Ερντογάν μπορεί να αντιμετωπίσει πρόβλημα στο δικό του στρατόπεδο. Αν περιορίσει τον ασφυκτικό του έλεγχο στο κράτος και την κοινωνία, θα αρχίσει ο αγώνας για τη διαδοχή του; Οι επίδοξοι διάδοχοι θα πιέζουν προς περισσότερο ακραίες θέσεις;
Ο πήχυς των προσδοκιών για την οικονομία θα είναι πολύ υψηλότερος για τον Κιλιτσντάρογλου αν εκλεγεί. Η κυβέρνησή του θα πρέπει να αφοσιωθεί πέρα και πάνω απόλα στην δεινή μακροοικονομική κατάσταση και στην ανοικοδόμηση των περιοχών που επλήγησαν από τους σεισμούς. Βραχυπρόθεσμα, η οικονομία θα υπερκεράσει όλα τα άλλα. Ο Κιλιτσντάρογλου αντιλαμβάνεται ότι πρέπει να αποκαταστήσει τις σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση. Προς το σκοπό αυτό έχει ήδη διαμηνύσει ότι επιθυμεί να βελτιώσει την ατμόσφαιρα με την Ουάσιγκτον, ότι επιθυμεί η Τουρκία να πάρει F-16 και να επιστρέψει στο πρόγραμμα των F-35 ακόμη και αν δεν της επιτραπεί η συμπαραγωγή τους.
Σε αντίθεση με τον Ερντογάν και τους διακόνους του, ο Κιλιτσντάρογλου και οι εταίροι του δεν κατηγορούν κατ’ επάγγελμα τη Δύση για όλα τα δεινά της Τουρκίας. Μετά την εικοσαετία Ερντογάν, θα έχει πολύ μεγαλύτερη ευελιξία στην εξωτερική πολιτική. Η τουρκική κεντρο-αριστερά είχε πάντοτε, για παράδειγμα, πολύ καλές σχέσεις με τη Σουηδία και δεν θα της είναι δύσκολο να άρει το βέτο για το ΝΑΤΟ ικανοποιώντας τις δυτικές πρωτεύουσες.
Ως προς την Ελλάδα, ο Κιλιτσντάρογλου θα αποφύγει την απειλητική ρητορική. Το Αμερικανικό Κογκρέσο έχει καταστήσει σαφές ότι η βελτίωση των σχέσεων με την Ουάσιγκτον προϋποθέτει μια σταθερή και ήρεμη Ανατολική Μεσόγειο. Σε γενικές γραμμές, όπως έχει αποδείξει και κατά την προεκλογική περίοδο, ως προσωπικότητα αποφεύγει τις δωρεάν κατηγορίες και την επιθετική γλώσσα. Θα αποκλίνει από τη Δυτική συναίνεση ως προς τη Συρία. Θα επιδιώξει συμφωνία με τον Ασσαντ ειδικά αν αυτό συνεπάγεται επιστροφή προσφύγων.
Είναι ωστόσο βασικό να αντιληφθούμε ότι η νέα κυβέρνηση δεν θα εγκαταλείψει σκληροπυρηνικές θέσεις ως προς την Κύπρο και την Ανατολική Μεσόγειο από τη στιγμή που ένα από τα πλέον εθνικιστικά κόμματα είναι μέλος της συμμαχίας. Θα αποφύγει όμως τις τριβές. Δεν θα με εξέπληττε αν ο Κιλιτσντάρογλου αποδεχόταν πρόσκληση να επισκεφθεί την Αθήνα. Θα έδινε ένα πολύ ισχυρό μήνυμα στην Ευρώπη και τον ηττημένο Ερντογάν.
Η Ελλάδα κέρδισε πολλούς πόντους αντιδρώντας έγκαιρα και υποστηρικτικά προς τα θύματα των σεισμών. Θα έχει τη δυνατότητα να προσφέρει χείρα βοηθείας μετά τις εκλογές στην προσπάθεια επαναπροσέγγισης της Αγκυρας με την ΕΕ. Και αυτό ασφαλώς θα είναι ευκολότερο με τον Κιλιτσντάρογλου στην προεδρία.
(*) Ο Henri J. Barkey είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, κάτοχος της έδρας Cohen, στο πανεπιστήμιο Lehigh και κύριος ερευνητής Μεσανατολικών Σπουδών στο Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων (CFR).
- Ian Lesser
- ΠΗΓΗ: tovima.gr
Η προσδοκία στην Ουάσιγκτον αλλά και στις Βρυξέλες είναι ότι το αποτέλεσμα των εκλογών στην Τουρκία θα οδηγήσει σε βελτίωση των σχέσεων, ειδικά με τις ΗΠΑ, όπου τα τελευταία χρόνια έχουν περάσει από πολλές διακυμάνσεις. Ασφαλώς, θεωρείται ότι αυτό θα επιτευχθεί ευκολότερα με αλλαγή κυβέρνησης. Το πρόγραμμα των έξι κομμάτων της αντιπολίτευσης ορίζει σαφείς προτεραιότητες όσον αφορά τις σχέσεις με τη Ρωσία, την Ανατολική Μεσόγειο και οπωσδήποτε πρέπει να αναμένεται η επιστροφή στον χειρισμό της εξωτερικής πολιτικής με επαγγελματισμό και προβλεψιμότητα. Ωστόσο, ακόμη και σε περίπτωση επανεκλογής του Ερντογάν, θα πρέπει να υπάρξει στροφή για μια καλύτερη σχέση της Τουρκίας με τις ΗΠΑ και εντός του ΝΑΤΟ. Πρέπει να ευχόμαστε ομαλή μετάβαση αναλόγως του αποτελέσματος γιατί αυτές οι εκλογές συνιστούν πρόκριμα για τη βιωσιμότητα της τουρκικής δημοκρατίας.
Η κατάσταση της τουρκικής οικονομίας είναι τέτοια που θα πρέπει να στηριχθεί μετεκλογικά από το εξωτερικό με εισροή κεφαλαίων και επενδύσεων. Η αντιπολίτευση και σ’ αυτό το πεδίο έχει σαφείς θέσεις ως προς την ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας, την προσέλκυση επενδύσεων κλπ. Αλλά ούτε ο Ερντογάν θα μπορέσει να αποφύγει τη συνεργασία με το εξωτερικό για τη σταθεροποίηση της οικονομίας, ειδικά αν χρειασθεί να παρέμβει το ΔΝΤ.
Μια άλλη παράμετρος που θα προσδιορίσει την ισορροπία με τη Δύση είναι ο ρόλος της Τουρκίας στο Ουκρανικό. Αποτελεί παράγοντα της περιφερειακής εξίσωσης. Η Τουρκία δεν μπορεί να διαρρήξει τις σχέσεις με τη Ρωσία, υπάρχει η Μαύρη Θάλασσα ανάμεσα τους, υπάρχει το μέτωπο της Συρίας. Από την άλλη πλευρά, η Τουρκία παίζει ρόλο στο ΝΑΤΟ ως προς τη διαχείριση της κρίσης. Είναι από μία άποψη υποχρεωμένη να τηρεί μια στάση αμφίρροπη, υπέρ της Ουκρανίας αλλά όχι εναντίον της Ρωσίας.
Λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, η Δύση, το ΝΑΤΟ δεν έχουν την πολυτέλεια άλλων κρίσεων νοτιότερα, οπότε στην Ανατολική Μεσόγειο πρέπει να υπάρχει ηρεμία και να περιορισθεί η επιρροή της Ρωσίας. Η Ελλάδα και η Τουρκία οδεύουν σε εκλογές, η Κύπρος εξέλεξε νέο πρόεδρο πρόσφατα, επομένως στο τρίγωνο αυτό θα μπορούσε να γίνει μια νέα αρχή. Ενδεχομένως θα ήταν υπεραισιόδοξο να κάνουμε λόγο για επίλυση των προβλημάτων, ωστόσο, θα μπορούσαμε ίσως να μιλήσουμε για σταθεροποίηση. Ακόμη και σε περίπτωση απουσίας συνολικής λύσης, θα μπορούσαν να εξετασθούν οι πιθανότητες συνεργασίας σε συγκεκριμένους τομείς, όπως για παράδειγμα στην ενέργεια, το περιβάλλον, τη μεταφορά ηλεκτρισμού μέσω κοινών δικτύων. Πιστεύω ότι υπάρχει διάθεση στην Ουάσιγκτον να υποστηρίξει μια τέτοια προοπτική. Δεν θα είναι εύκολο να προδικάσουμε το αποτέλεσμα, υπάρχουν πολλές παράμετροι που επηρεάζουν την περιοχή, αλλά αξίζει να γίνει η προσπάθεια.
Παραδείγματα όπως η συμφωνία Ισραήλ-Λιβάνου ή οι συμφωνίες του Ισραήλ με χώρες του Κόλπου (Abraham Accords), δείχνουν ότι υπάρχει δυνατότητα να αλλάξουν τα δεδομένα σε χρόνιες διαφορές αν υπάρξει βούληση. Η Ευρωπαϊκή Ενωση θα μπορούσε επίσης να παίξει ρόλο καθώς πρόκειται για τη σταθερότητα μιας στρατηγικής για τα συμφέροντά της περιοχής και για την αναζήτηση εναλλακτικών πηγών ενέργειας.
- Sinan Ulgen
- ΠΗΓΗ: tovima.gr
Το αποτέλεσμα των εκλογών θα καθορίσει και τις βασικές παραμέτρους της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Εάν ο Ερντογάν επανεκλεγεί, αυτό θα σημαίνει ότι οι επιλογές που έκανε τα προηγούμενα χρόνια επικροτούνται από το εκλογικό σώμα και κατά συνέπεια δεν θα αλλάξουν. Δεν θα πρέπει να αναμένονται ουσιαστικές αλλαγές στις σχέσεις με τις ΗΠΑ, την ΕΕ ή τη στάση της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Ωστόσο, θα υπάρξουν κάποιες εξαιρέσεις, όπως για παράδειγμα στις σχέσεις με την ΕΕ λόγω της παροχής βοήθειας στις περιοχές που έχουν πληγεί από τους σεισμούς. Η οικονομική κρίση μπορεί επίσης να επιφέρει αλλαγές καθώς η Τουρκία θα χρειαστεί στήριξη. Θα είναι πολύ δύσκολο να ακολουθήσει μια συγκρουσιακή εξωτερική πολιτική που θα επηρεάσει ακόμη πιο αρνητικά την οικονομία.
Σε περίπτωση νίκης της αντιπολίτευσης, θα πρέπει να αναμένουμε ουσιαστικές αλλαγές. Σε σχέση με τις ΗΠΑ, σύμφωνα με το πρόγραμμα της, υπάρχει σαφής πρόθεση να επαναβεβαιωθεί ο δυτικός προσανατολισμός της Τουρκίας. Θα γίνει προσπάθεια να αποκατασταθούν οι σχέσεις τόσο με τις Βρυξέλες όσο και με την Ουάσιγκτον και να αντιμετωπισθούν οι όποιες διαφορές με πιο εποικοδομητικό τρόπο. Αν αυτή η προσπάθεια αποβεί αποτελεσματική θα εξαρτηθεί και από τη δική τους πλευρά.
Κάποιες από τις διαφορές με τις ΗΠΑ θα είναι ευκολότερο να επιλυθούν με διάλογο. Υπάρχουν όμως και κάποιες ιδιαίτερα προβληματικές όπως οι σχέσεις τους με τους Κούρδους της Συρίας (ΥPG) και γενικότερα η πολιτική τους στο συριακό. Η Τουρκία θα αναμένει επίδειξη καλής θελήσεως και ευελιξίας. Θα χρειαστεί αμοιβαία κατανόηση για να γεφυρωθούν οι υφιστάμενες διαφορές.
Οσον αφορά τις σχέσεις με τη Ρωσία, σε περίπτωση επανεκλογής του Ερντογάν, η πολιτική του δεν θ’ αλλάξει. Εχει καταφέρει να είναι υπέρ της Ουκρανίας χωρίς να είναι εναντίον της Ρωσίας. Ακόμη και αν η Ρωσία χάσει τον πόλεμο, ο Ερντογάν θα διατηρήσει την προνομιακή του σχέση με τον Πούτιν. Επιθυμεί να παίξει ρόλο διαπραγματευτή για την επίλυση του ουκρανικού. Επιπλέον, η Τουρκία επιθυμεί συνεργασία με τη Ρωσία και στο μέτωπο της Συρίας όπως και σε αυτό του Ναγκόρνο-Καραμπάχ.
Η αντιπολίτευση θα αλλάξει στάση διότι δεν θα υπάρχει πλέον η απευθείας επαφή των δύο ηγετών. Η σχέση θα γίνει περισσότερο θεσμική, πιο προβλέψιμη σε διπλωματικό επίπεδο. Ωστόσο, δεν θα μεταβληθεί η στάση της Τουρκίας ως προς τις κυρώσεις. Η Αγκυρα χρειάζεται τη Ρωσία για την προστασία ζωτικών της συμφερόντων, ειδικά στη Συρία.
Ως προς τις σχέσεις με την Ελλάδα, δεν αναμένω αλλαγές εάν επικρατήσει η αντιπολίτευση. Κάποια από τα διμερή ζητήματα έχουν μακρά προϊστορία, υπήρχαν προ Ερντογάν και θα συνεχίσουν να υφίστανται εκτός αν η ελληνική και η τουρκική κυβέρνηση συμφωνήσουν να τα επιλύσουν. Πιστεύω ωστόσο ότι η ρητορική κατά πάσα πιθανότητα θα αλλάξει. Η προσέγγιση της νέας κυβέρνησης θα είναι διαφορετική. Δεν θα είναι διατεθειμένη στο βαθμό που το έκανε ο Ερντογάν να εργαλειοποιήσει αυτά τα ζητήματα για εσωτερική κατανάλωση. Τον έχει επικρίνει γι’ αυτό. Αυτή η προσέγγιση θα δημιουργήσει ένα καλύτερο κλίμα και ενδεχομένως ένα πλαίσιο διαλόγου προς επίλυση των διαφορών. Δεν ισχυρίζομαι ότι μπορούν να επιλυθούν εύκολα, αλλά η προσέγγιση θα είναι περισσότερο θετική και με διάθεση αναζήτησης λύσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι η τουρκική στάση ως προς την ουσία των διαφορών θα μεταβληθεί. Οι θέσεις ως προς τα χωρικά ύδατα, το κυπριακό δεν θ’ αλλάξουν αλλά η στρατηγική ως προς την αντιμετώπισή τους θα είναι ουσιωδώς διαφορετική.
Η Τουρκία θα ήταν ενδεχομένως θετική ως προς τη διαμόρφωση ενός πλαισίου συνεργασίας για ενεργειακά ζητήματα υπό τον όρο ότι τα κυριαρχικά της δικαιώματα δεν θίγονται.
(*) Ο Sinan Ulgen είναι Κύριος Ερευνητής στο ίδρυμα Carnegie Europe.