Είναι δύσκολο να εκτιμηθεί με ασφάλεια πώς θα εξελιχθεί η τρέχουσα απόπειρα επαναπροσέγγισης με την Τουρκία. Η ιστορία δεν επιτρέπει υψηλές προσδοκίες. Θα πρόκειται για έκπληξη (θετική) ιστορικών διαστάσεων αν καταφέρουμε αυτή τη φορά να προχωρήσουμε σε μια ουσιαστική διαπραγμάτευση. Και αν συμβεί, θα είναι αποτέλεσμα μιας δραματικής αλλαγής στην τουρκική συμπεριφορά. Αν αυτή τη φορά τα πράγματα αποδειχθούν καλύτερα θα φανεί μάλλον μεσοπρόθεσμα. Η διαδικασία αποκλιμάκωσης και επαναπροσέγγισης δεν είναι αγώνας ταχύτητας, αλλά αντοχής.
Η συνάντηση της Πέμπτης που πέρασε σηματοδότησε την ολοκλήρωση του πρώτου γύρου του οδικού χάρτη που συμφωνήθηκε στο Βίλνιους, στο πρώτο τετ-α-τετ μεταξύ των δύο και μετά από σχεδόν τέσσερα χρόνια έντασης, απειλών και αβεβαιότητας. Και ήταν καλύτερη από ό,τι περιμέναμε. Ο Πρόεδρος Ερντογάν ήρθε στην Αθήνα για να πείσει ότι η Τουρκία έχει την πολιτική βούληση να εμπλακεί σε μια θετική διαπραγμάτευση. Η υπογραφή της Διακήρυξης των Αθηνών Περί Σχέσεων Φιλίας και Καλής Γειτονίας είναι από κάθε άποψη σημαντική, κυρίως όμως γιατί δίνει οξυγόνο σε μια διαδικασία που πνίγεται από την καχυποψία. Τελικά, ό,τι βλέπουμε τους τελευταίους δέκα μήνες είναι ακριβώς αυτό: Οικοδόμηση εμπιστοσύνης. Βεβαίως, δεν έχουμε κάτι πιο συγκεκριμένο ως προς τις απαράδεκτες τουρκικές θέσεις που παγίως αγγίζουν ζητήματα ελληνικής κυριαρχίας. Εχουμε, όμως, μια ξεκάθαρη δέσμευση για ειρηνική επίλυση των διαφωνιών μας και της ουσιαστικής μας διαφοράς περί την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών και, μάλιστα, με αποδοχή της προσφυγής στη διεθνή Δικαιοσύνη, τον σταθερό και διαχρονικό στόχο της ελληνικής διπλωματίας από την εποχή του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Στη διεθνή πολιτική, συνηθέστατα, αυτές οι δεσμεύσεις δεν αξίζουν ούτε το χαρτί στο οποίο αποτυπώνονται. Γι’ αυτό και η καλύτερη εγγύηση για την τήρησή τους είναι η σκληρή ισχύς και η αποφασιστικότητα και να εξισορροπήσεις την πιθανή απειλή, αλλά πάνω από όλα να μη φοβηθείς να εμπλακείς σε μια διαπραγμάτευση. Είναι αφελείς όποιος και όποια ανησυχούν για τυχόν εγκατάλειψη της προσπάθειας αύξησης της εθνικής ισχύος.
Ηταν και παραμένει κρίσιμη η ελληνική στρατηγική ενίσχυσης των ιδίων ικανοτήτων και εμβάθυνσης των συνεργασιών και συμμαχιών. Ηταν και θα παραμείνουν σημαντικοί παράγοντες που μαζί με εσωτερικές δυσκολίες και εξωτερικούς περιορισμούς ανάγκασαν την Αγκυρα να αναδιπλωθεί με την αφορμή των καταστροφικών σεισμών του Φεβρουαρίου του 2023. Το ελληνικό εξοπλιστικό πρόγραμμα και οι διπλωματικές πιρουέτες της Αθήνας τον καιρό της έντασης είναι ένας από τους παράγοντες που προβλημάτισαν την Αγκυρα και σε κάποιο βαθμό αποσταθεροποίησαν την γεωπολιτική αλαζονεία και τους στρατηγικούς υπολογισμούς της. Αρα, τίποτε από ό,τι μας οδήγησε στην καλή συνάντηση της 7ης Δεκεμβρίου δεν είναι υπό αναθεώρηση. Το εξοπλιστικό πρόγραμμα υλοποιείται χωρίς εκπτώσεις και γιατί τίποτε δεν εγγυάται ότι η επιστροφή στη συγκρουσιακή «κανονικότητα» των ελληνοτουρκικών σχέσεων δεν είναι πιθανή.
Από εδώ και πέρα, όμως, η Αθήνα προσέρχεται στη διαδικασία με προσεκτικά βήματα, αλλά και με σταθερή επιδίωξη την οριστική διευθέτηση στο Αιγαίο και στην ανατολική Μεσόγειο. Δεν υπάρχει κάτι που μπορεί να μας αιφνιδιάσει. Ούτε βεβαίως και την άλλη πλευρά. Ξέρουμε πού στεκόμαστε και πού στέκονται.
Ακούγονται και είναι σίγουρο ότι θα ακουστούν όλο το επόμενο διάστημα σοβαρές επιφυλάξεις για τη σκοπιμότητα του διαλόγου με μια χώρα που η επιδίωξή της για στρατηγική αυτονομία έχει ξεκάθαρες αναθεωρητικές αναφορές. Για ένα καθεστώς που ενίοτε απορρίπτει τη Δύση ως φορέα οικουμενικών αξιών και συνοδοιπορεί με τη Ρωσία του Πούτιν και τους δολοφόνους της Χαμάς. Η γεωγραφία, όμως, είναι αμείλικτη. Οι επιλογές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είναι αυστηρά οριοθετημένες από τη γεωπολιτική πραγματικότητα. Αν υπάρχει έστω και μία ευκαιρία να συνεννοηθούμε με την Τουρκία για ένα πλαίσιο συνύπαρξης που προωθεί τα ελληνικά συμφέροντα ασφάλειας και ευημερίας έξω από κάθε τουρκική ηγεμονική λογική, τότε είναι εθνική υποχρέωση να εξαντληθούν οι πιθανότητες θετικής κατάληξης είτε με οριοθετημένη από το Διεθνές Δίκαιο διαπραγμάτευση είτε με προσφυγή στη διεθνή Δικαιοσύνη.
Για κάποιους και κάποιες υπάρχει και η επιλογή της ακινησίας με την προσδοκία ότι είτε οι συσχετισμοί θα γίνουν ευνοϊκότεροι, είτε η Τουρκία θα αλλάξει, είτε θα καταρρεύσει. Ισως να έχουν δίκιο. Πάντως, δεν υπάρχει καμία προβολή των βασικών παραμέτρων ισχύος στο μέλλον (δημογραφικό, ΑΕΠ, παραγωγική ικανότητα, τεχνολογική καινοτομία κ.λπ.) που να καθιστά την αναμονή βιώσιμη στρατηγική επιδίωξη.