Μια συζήτηση με τον Αlexander COOLEY
Ινώ Αφεντούλη
Πρόλογος
Ο Alexander Cooley, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Columbia (Claire Tow Professor, Barnard College) είναι ένας από τους πιο διαυγείς αναλυτές της εμφάνισης του αυταρχικού φαινομένου στην αμερικανική και ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή. Χαρακτηριστικός ο τίτλος του τελευταίου του βιβλίου με τίτλο «Dictating the Agenda: The Authoritarian Resurgence in World Politics», (Oxford 2025). Στα προηγούμενα δύο βιβλία του ασχολήθηκε με την απώλεια της πρωτοκαθεδρίας που διατηρούσαν οι ΗΠΑ στην παγκόσμια σκηνή – «Undermining American Hegemony: Goods Substitution in World Politics» (Cambridge 2021) και «Exit from Hegemony: The Unraveling of the American Global Order» (Oxford 2020). Γνωρίζει επίσης πολύ καλά τη Ρωσία και το μετα-σοβιετικό κόσμο έχοντας διατελέσει για έξι χρόνια Διευθυντής του Harriman Institute για τη Μελέτη της Ρωσίας, της Ευρασίας και της Ανατολικής Ευρώπης.
Ο Alexander Cooley γεννήθηκε στο Λίβανο, παιδί Αμερικανού δημοσιογράφου και Ελληνίδας μητέρας. Η συνάντηση μας έγινε στην Αθήνα που επισκέπτεται συχνά καθώς εδώ ζει η μητέρα του. Είναι κατά το ήμισυ Ελληνας και το δείχνει με την εξωστρέφεια του και την εξοικείωση του με τη νοοτροπία μας. Ηταν αποφασιστικός ο ρόλος του στην ίδρυση του Global Center του πανεπιστημίου Columbia στην Ελλάδα ενώ καλλιεργεί συστηματικά και τις ανταλλαγές μεταξύ του πανεπιστημίου του και ελληνικών ακαδημαϊκών ιδρυμάτων.
Η συζήτηση
ΙΑ : Ο Ντόναλντ Τραμπ αναδιαμορφώνει το πολιτικό τοπίο στις ΗΠΑ, ήταν το συμπέρασμα έρευνας που δημοσιεύθηκε στους New York Times (25 Μαϊου). Η νίκη του το 2024 ήταν το άθροισμα κερδών σε πολλές πολιτείες υπέρ των Ρεπουμπλικανών, συμπέρασμα πολύ ανησυχητικό για το Δημοκρατικό Κόμμα που βρίσκεται εκτός εξουσίας και ελπίζει στην επιστροφή του. Η έρευνα δείχνει μια σταθερή μετατόπιση προς τα δεξιά και αναδεικνύει τη βαθειά διαίρεση των ΗΠΑ σε δύο χώρες που βαδίζουν σε αντίθετη κατεύθυνση. Πως φτάσαμε εδώ;
ΑΚ: Προηγήθηκε η διάβρωση της αντίληψης συμμετοχής στα κοινά. Ο Τραμπ αξιοποίησε τάσεις που υπήρχαν επί δεκαετίες στην αμερικανική πολιτική. Εχτισε πάνω στη δυσπιστία μεγάλου τμήματος του πληθυσμού απέναντι στους θεσμούς και στη διάκριση των εξουσιών. Σήμερα οι θεσμοί υφίστανται επίθεση. Εχει διαβρωθεί η πίστη στην αναγκαιότητα της διάκρισης των εξουσιών.
Η τάση αυτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην πεποίθηση αυτών των κοινωνικών στρωμάτων ότι το πολιτικό σύστημα δεν αντιμετώπισε επαρκώς τις ανισότητες, ότι τους άφησε εκτεθειμένους στις συνέπειες της παγκοσμιοποίησης. Ακόμη και αν αυτό είναι εν μέρει αληθές, ο Τραμπ κατάφερε να συσπειρώσει μια ετερόκλιτη συμμαχία, κατηγοριών που αισθάνονται αποκλεισμένες, που αντιδρούν στο ρεύμα επικράτησης των ταυτοτικών πολιτικών. Σ’ αυτές προστέθηκαν ωστόσο οι γίγαντες της Silicon Valley που δεν επιθυμούν πλέον τον έλεγχο και το ρυθμιστικό πλαίσιο που αποδέχονταν την προηγούμενη δεκαετία.
Σ’ αυτούς οφείλεται η επικράτηση της αντίληψης ότι η απορρύθμιση ευνοεί την τεχνολογική και συνεπώς και την οικονομική ανάπτυξη. Αυτό οδηγεί σε ανατροπή της αντίληψης ότι αποδεχόμαστε, ανεξαρτήτως πολιτικής και ιδεολογικής ταυτότητας, ένα πολιτικό σύστημα με θεσμικά αντίβαρα. Είναι μια εξαιρετικά σημαντική μεταβολή καθώς το αμερικανικό σύστημα, η αμερικανική δημοκρατία από τη δημιουργία της στηρίζεται στην ισορροπία των θεσμικών αντίβαρων.
ΙΑ: Εχουμε λοιπόν μια εκ πρώτης απόψεως πολύ αντιφατική συσπείρωση. Κοινωνικά στρώματα που πλήττονται από την παγκοσμιοποίηση, που αισθάνονται ότι σπρώχνονται στο περιθώριο και από την άλλη κολοσσούς που έχουν επωφεληθεί τα μέγιστα από την παγκοσμιοποίηση.
ΑΚ: Το κλειδί είναι ότι οι τελευταίοι δεν επιθυμούν ρύθμιση. Υπάρχει όμως και μια δεύτερη συμμαχία, αυτή των συντηρητικών με την αποκαλούμενη θρησκευτική δεξιά. Αυτό το ρεύμα συναντά αντίστοιχα ευρωπαϊκά, όπως για παράδειγμα το ουγγρικό μοντέλο. Είναι ενδιαφέρον ότι από την τάση ενοποίησης που κυριάρχησε στην Ευρώπη μετά την πτώση του κομμουνισμού και της απόλυτης προσχώρησης στο μοντέλο της ελεύθερης αγοράς προέκυψε σε αρκετές χώρες ένα ρεύμα εθνικιστικό, μετα-φιλελεύθερο που βρήκε μιμητές στις ΗΠΑ. Αυτό είναι κατά τη γνώμη μου η πιο σημαντική εξέλιξη που έφερε ο Τραμπ στην αμερικανική πολιτική. Κατέλαβε το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και το μετέτρεψε σε ιδεολογικό εργαλείο με στόχο την αλλαγή του πολιτικού σκηνικού στις ΗΠΑ.
ΙΑ: Ανέτρεψε έτσι μια διαχρονική πραγματικότητα που ήταν αυτή της ευρείας συναίνεσης στην αμερικανική πολιτική, με τα δύο κόμματα να μην έχουν μεγάλες διαφορές, να σέβονται σε μεγάλο βαθμό ένα κοινό πλαίσιο αρχών ειδικά όσον αφορά το ρόλο των ΗΠΑ στον κόσμο και την προσήλωσή τους στην αποκαλούμενη παγκόσμια τάξη βασισμένη σε κανόνες που οι ίδιες είχαν εγκαθιδρύσει.
ΑΚ: Πλήττεται η καρδιά του θεσμικού οικοδομήματος που βασίζεται στην ανεξαρτησία θεσμών όπως η δικαιοσύνη, η Κεντρική Τράπεζα, ή ακόμη στην αυτονομία των πανεπιστημίων, την ακαδημαϊκή ελευθερία. Ποια είναι η βάση αυτής της αμφισβήτησης; Η λειτουργία των θεσμών αυτών από τις ελίτ τις οποίες οι λαϊκιστές εγκαλούν για έλλειψη λαϊκής νομιμοποίησης. Η ελπίδα μας είναι ότι οι ΗΠΑ έχουν ισχυρούς ομοσπονδιακούς θεσμούς που είναι ανεξάρτητοι από την κεντρική εξουσία και μπορούν να αντισταθούν.
Το διακύβευμα για τις ΗΠΑ είναι αν θα αντέξουν οι θεσμοί απέναντι σ’ έναν Πρόεδρο που δεν τους σέβεται, δεν πιστεύει στη διάκριση των εξουσιών αλλά στην «ενός ανδρός αρχή».
ΙΑ: Απέναντι σ’ αυτή την διακηρυγμένη πρόθεση του, έχουμε ένα δημοκρατικό στρατόπεδο που παρακολουθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό άφωνο, παράλυτο. Πως μπορεί να εξηγηθεί αυτό;
ΑΚ: Το Δημοκρατικό Κόμμα έκανε το λάθος να μη δώσει βάρος στα οικονομικά προβλήματα, στα προβλήματα αναδιανομής, στην αύξηση των μη προνομιούχων και άρα στη μείωση της φορολογικής βάσης. Αυτά ήταν παραδοσιακά το προνομιακό πεδίο των Δημοκρατικών. Αλλαξε πεδίο εστιάζοντας στα θέματα ταυτοτήτων, μειονοτήτων, πεδία ασφαλώς ενδιαφέροντα αλλά που οδήγησαν στην απομάκρυνση τους από τους παραδοσιακούς τους ψηφοφόρους. Απώλεσαν την κοινωνική πλειοψηφία. Επίσης, δεν αντιλήφθηκαν εγκαίρως ότι ζητήματα όπως η εργαλειοποίηση της δικαιοσύνης, η δίωξη πολιτικών αντιπάλων, όπως του Τραμπ, δεν αφορούσαν τελικά αυτή την κοινωνική πλειοψηφία καθώς στην αντίληψη της έτσι παίζεται το πολιτικό παιχνίδι. Οι Δημοκρατικοί πίστεψαν ότι ο στιγματισμός του Τραμπ θα φέρει αποτέλεσμα αλλά συνέβη ακριβώς το αντίθετο.
ΙΑ: Τα γεγονότα του Λος Αντζελες μπορούν να οδηγήσουν σε αφύπνιση του Δημοκρατικού στρατοπέδου;
ΑΚ: Η αντίδραση Τραμπ μπορεί να ικανοποίησε τους οπαδούς του αλλά τον εξέθεσε πολιτικά. Ο κυβερνήτης της Καλιφόρνια Newsom είναι αποφασισμένος με την προσφυγή του στη δικαιοσύνη να φτάσει μέχρι το Ανώτατο Δικαστήριο. Αυτό θα αυξήσει τη δημοτικότητα του σε εθνικό επίπεδο και τον καθιστά πιθανό διεκδικητή του χρίσματος των Δημοκρατικών για το 2028.
Ωστόσο, δεν έχουμε ακόμη δει τις πολιτικές επιπτώσεις της διαμάχης σε όλη τους την έκταση. Τα γεγονότα του Λος Αντζελες εκλαμβάνονται αρνητικά από την κοινή γνώμη σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις καθώς αποδεικνύουν ότι η διοίκηση Τραμπ δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει βία κατά πολιτικών αντιπάλων. Ενισχύουν την πεποίθηση ότι με πρόσχημα την αντιμετώπιση της μετανάστευσης τόσο ο ίδιος όσο και οι υπουργοί του δεν θα δίσταζαν να υιοθετήσουν αυταρχικές πρακτικές προκειμένου να διευρύνουν τα όρια της εξουσίας τους.
ΙΑ: Παρατηρώντας αυτή την αλλαγή πολιτικού σκηνικού στις ΗΠΑ, μια αλλαγή που όπως διαπιστώνουμε για την ώρα συγκεντρώνει την αποδοχή της πλειοψηφίας των Αμερικανών, οδηγούμαστε σε ένα ερώτημα που πρέπει να απαντήσουμε: βρισκόμαστε σε μια εποχή αλλαγής του παγκόσμιου συσχετισμού δυνάμεως. Οι ΗΠΑ έχουν ένα σοβαρό ανταγωνιστή, την Κίνα, που δεν είναι δημοκρατία με δυτικούς όρους. Άλλες υπολογίσιμες δυνάμεις όπως η Ρωσία επίσης έχει ένα αυταρχικό καθεστώς. Το ίδιο ισχύει και για χώρες του παγκόσμιου νότου. Μήπως λοιπόν στο μυαλό του Τραμπ και του στενού του κύκλου έχει ωριμάσει η ιδέα ότι ο ανταγωνισμός με αυταρχικά κράτη δεν μπορεί να κερδηθεί με το ισχύον πολιτικό σύστημα στις ΗΠΑ;
ΑΚ: Για να απαντήσουμε σ’ αυτό πρέπει να δούμε πως εκλαμβάνουν τα μηνύματα Τραμπ οι χώρες του παγκόσμιου νότου. Εχει ενδιαφέρον ότι δεν εκλαμβάνουν τη συναλλακτική πολιτική ως κάτι καινούργιο από πλευράς των ΗΠΑ. Οι Ευρωπαίοι εκπλήσσονται γιατί η σχέση τους με τις ΗΠΑ ήταν συμμαχική, όχι συναλλακτική. Αν πάμε πέρα από την Ευρώπη, στην Ασία για παράδειγμα, η αντίληψη είναι διαφορετική. Για τις χώρες αυτές η σχέση με τις ΗΠΑ ήταν ανέκαθεν συναλλακτική, δούναι και λαβείν, οπότε δεν συνιστά αλλαγή η πολιτική Τραμπ.
Για κάποιες άλλες χώρες, όπως αυτές του Κόλπου, η διοίκηση Τραμπ είναι ό,τι καλύτερο μπορούσαν να περιμένουν. Μόνο συναλλακτικές σχέσεις χωρίς οχλήσεις για δημοκρατία, εκλογές, ανθρώπινα δικαιώματα, θεσμούς. Επίσης, δεν πρέπει να υποτιμάμε το γεγονός ότι για τις χώρες αυτές, η συναλλακτική σχέση τους προσφέρει μια θέση ισοτιμίας με τις ΗΠΑ και αυτό το υπολογίζουν πάρα πολύ, πιστεύουν ότι ανεβαίνει το status τους. Επίσης, να συνυπολογίσουμε ότι ειδικά η Σαουδική Αραβία επιθυμεί την εξομάλυνση των σχέσεων με το Ιράν και σ’ αυτό συμπίπτει με τις επιδιώξεις της διοίκησης Τραμπ.
Αυτές οι εξελίξεις ωστόσο σηματοδοτούν και κάτι ακόμη, την απομάκρυνση των ΗΠΑ από την Ευρώπη. Η στροφή αυτή θα διαρκέσει και είναι μια αρνητική εξέλιξη για την Ευρώπη που μόλις αρχίζει να τη συνειδητοποιεί.
ΙΑ: Σ’ αυτή τη νέα ισορροπία ποια θα είναι η θέση της Ρωσίας; Η σχέση της με τις ΗΠΑ και το δυτικό κόσμο γενικότερα αποτελεί το αντικείμενο της επιστημονικής σου έρευνας για πολλά χρόνια. Επιζητεί η Μόσχα μια κεντρική θέση στο νέο καταμερισμό δυνάμεως και γιατί ο Τραμπ είναι πρόθυμος να της την προσφέρει;
ΑΚ: Πιστεύω ότι ο Τραμπ αποδίδει μεγάλη σημασία στην επίτευξη σταθερότητας και συμμετρίας μεταξύ μεγάλων δυνάμεων και επιπλέον παίζει καθοριστικό ρόλο στην αντίληψη του ότι αυτή θα μπορούσε να επιτευχθεί ως αποτέλεσμα συνεννόησης μεγάλων ανδρών. Στην κατηγορία αυτή τοποθετεί τον εαυτό του όπως και τον Πούτιν. Εχει μια εμμονή στην ιδέα της δύναμης, πιστεύει ότι είναι ο μόνος που μπορεί να πετύχει μια συμφωνία με τον Ρώσο ομόλογο του από θέση ισχύος.
Αυτές οι αντιλήψεις του δεν είναι καινούργιες. Ηδη από τη δεκαετία του ’80 τις διέδιδε, είχε επισκεφθεί τη Σοβιετική Ενωση, ήταν υπέρ της ισορροπίας στη σχέση δύο πυρηνικών υπερδυνάμεων, είχε ακόμη εκφρασθεί υπέρ της εξάλειψης των πυρηνικών. Στον πυρήνα της σκέψης του βρίσκεται λοιπόν η ιδέα ότι ηγέτες με το ίδιο status μπορούν να επιλύουν προβλήματα. Αυτό συνδυάζεται με την αντίληψη του ότι μικρότερες χώρες δεν έχουν σημασία και ότι πάνω απ’ όλα στις διεθνείς σχέσεις μετράει τι κερδίζει μια χώρα.
Επίσης, δεν αντιλαμβάνεται το γεγονός ότι για την Ουκρανία αυτός δεν είναι ένας πόλεμος μόνο εδαφικός αλλά ότι από την έκβαση του θα κριθεί το μέλλον της και η δυνατότητα να το επιλέξει. Αυτή η διάσταση απουσιάζει από τη συλλογιστική του. Βλέπει τον πόλεμο ως ζήτημα εδαφικών διεκδικήσεων και γι’ αυτό προτείνει το πάγωμα της σύγκρουσης και τίποτε άλλο.
ΙΑ: Εχοντας όμως μια τόσο μεγάλη εμπιστοσύνη στον Πούτιν παραβλέπει και τη στρατηγική διάσταση των ρωσο-κινεζικών σχέσεων. Θεωρεί ότι με το άνοιγμα προς τη Ρωσία μπορεί να την αποσπάσει από την Κίνα. Αυτό αν εξετάσουμε το βάθος των σχέσεων των δύο χωρών αλλά και των ηγετών τους είναι μάλλον αφελές.
ΑΚ: Θα πρέπει να δούμε την ισορροπία εντός του προεδρικού περιβάλλοντος. Υπάρχουν πρακτικά τρεις τάσεις: ο αντιπρόεδρος Βανς επιδιώκει τον αύξηση της επιρροής των ΗΠΑ στην Ευρώπη μέσω της ενίσχυσης κομμάτων και κινημάτων τύπου MAGA (Make America Great Again) που θα μπορούσαν να οδηγήσουν τις ευρωπαϊκές χώρες σ’ αυτό που θα αποκαλούσα μετα-φιλελευθερισμό. Με άλλα λόγια στον επαναπροσδιορισμό της έννοιας της Δύσης.
Η δεύτερη τάση είναι αυτή των τεχνοκρατών, των γιγάντων της τεχνολογίας, όπως ο Μασκ, που επιδιώκουν την πλήρη απορρύθμιση του ρυθμιστικού πλαισίου που έβαζε μέχρι σήμερα τα όρια ανάμεσα στην πολιτική και την οικονομική εξουσία. Αυτή η τάση και οι εκφραστές της έχουν στο στόχαστρο την Ευρωπαϊκή Ενωση που είναι η μόνη δύναμη που εξακολουθεί να μπορεί να τους επιβάλει έλεγχο με τους κανόνες της.
Και η τρίτη τάση είναι αυτή των ρεαλιστών που πιστεύουν ότι μέσω μιας νέας ισορροπίας με τη Ρωσία θα μπορούσαν να την απομακρύνουν από την Κίνα που είναι η μεγάλη στρατηγική απειλή για τις ΗΠΑ. Βλέπουν τη Ρωσία ως μέρος του ευρωπαϊκού συσχετισμού δυνάμεως.
Παραβλέπουν ωστόσο ότι η Ρωσία δεν βλέπει τον πόλεμο ως μια σύγκρουση ευρωπαϊκή. Υπάρχει μια ευρασιατική διάσταση με την εμπλοκή στρατευμάτων της Βόρειας Κορέας για παράδειγμα. Εχει μεταβληθεί η σύγκρουση σε μινι-παγκόσμια με τη διάσταση που της δίνει η Ρωσία ως αντι-δυτικής σύγκρουσης. Και παρόλα αυτά τα κέρδη της είναι πενιχρά. Αυτό εκθέτει τη στρατηγική Πούτιν, αναδεικνύει τις αδυναμίες της. Δεν έχει επιλύσει ο πόλεμος της Ουκρανίας τα προβλήματα της Ρωσίας στον ευρασιατικό χώρο εκθέτοντας την αδυναμία της απέναντι στην Κίνα. Αρα η θέση της σε μια μετα-αμερικανική τάξη πραγμάτων δεν έχει ενισχυθεί, έχει αποδυναμωθεί. Αποδείχθηκε ότι η Ρωσία είναι πιο κατάλληλη να αμφισβητεί τη δυτική τάξη πραγμάτων αλλά όχι τόσο ισχυρή ώστε να εγκαθιδρύσει μια νέα σε συνεργασία με την Κίνα.
ΙΑ: Αν όμως ο Τραμπ επιθυμεί τη συνεννόηση με τη Ρωσία, ακριβώς για να υπονομεύσει τη σχέση της με την Κίνα, τι θα μπορούσε να της προσφέρει. Η συζήτηση που γινόταν το ’90, με τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, ήταν να δοθεί στη Ρωσία ένας ρόλος στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας. Θα μπορούσε να επανέλθει αυτό στο τραπέζι στο πλαίσιο μιας συμφωνίας για το Ουκρανικό;
ΑΚ: Αυτή η διάσταση μοιάζει ελκυστική ακόμη και σε κάποιους στην Ευρώπη. Αλλά δεν θεωρώ ότι θα αποτελούσε λύση για τα προβλήματα ασφαλείας της Ευρώπης, ούτε όμως και της Ρωσίας καθώς έχουμε εισέλθει σε μια εντελώς διαφορετική περίοδο στις διεθνείς σχέσεις. Γιατί όπως εξήγησα το κεντρικό πρόβλημα της Ρωσίας δεν είναι ευρωπαϊκό. Δεν θα μπορούσε μια προνομιακή σχέση με την Ευρώπη να εξισορροπήσει τη στρατηγική της σχέση με την Κίνα. Επομένως, γιατί η Ευρώπη να παραχωρήσει μια θέση στη Ρωσία όταν το γεωπολιτικό τοπίο έχει μεταβληθεί.
ΙΑ: Αν υποθέσουμε ότι ο πόλεμος σταματά, ποια είναι τα πιθανά σενάρια της επόμενης μέρας; Που θα βρίσκεται η Ουκρανία, ποιος θα είναι ο ρόλος της ΕΕ, τι θα κάνει η Ρωσία;
ΑΚ: Είναι μια εξαιρετικά σύνθετη κατάσταση χωρίς εύκολες λύσεις. Η Ουκρανία έχει σταθεί ικανοποιητικά στον πόλεμο αυτό, έχει αναπτύξει δικές της αμυντικές δυνατότητες. Αυτές θα πρέπει να ενισχυθούν διότι με τη Ρωσία απέναντι της δεν μπορεί να αισθάνεται ασφαλής. Το πιο κρίσιμο ζήτημα κατά τη γνώμη μου είναι οι εγγυήσεις ασφαλείας. Αν βρεθεί λύση – και αυτό για μένα παραμένει ένα τεράστιο αν- ποιος θα την εγγυηθεί; Θα στείλουν χώρες ευρωπαϊκές, η συμμαχία των προθύμων, στρατεύματα; Ποιος θα είναι ο ρόλος τους;
Δεύτερο μεγάλο ερωτηματικό, θα αποδεχθεί η Ρωσία την αυτόνομη πορεία της Ουκρανίας στην εξωτερική πολιτική; Πως θα μεταφρασθεί αυτό; Με μια σχέση με την ΕΕ; Θα ήταν το μίνιμουμ για να αισθανθεί ασφαλής ο ουκρανικός πληθυσμός, για να αποδεχθεί την απώλεια εδαφών.
Τρίτον, θα πληρώσουν οι Ρώσοι για τα εγκλήματα τους; Θεωρώ ότι κάτι τέτοιο έχει γίνει πολύ δύσκολο με τη σημερινή αμερικανική διοίκηση. Δεν πιστεύω ότι θα ενθαρρύνουν την απόδοση ευθυνών με τη σύσταση διεθνούς δικαστηρίου, κλπ.
Τέταρτον, ποιο θα είναι το κόστος της ανασυγκρότησης. Είμαι απαισιόδοξος αν θα λάβει το μέγεθος που έλαβε η βοήθεια που προσφέρεται τώρα στην Ουκρανία. Εξίσου απαισιόδοξος είμαι για το αν τα 300 δις ρωσικών κεφαλαίων που έχουν παγώσει στην Ευρώπη θα προσφερθούν στην Ουκρανία.
Συμπερασματικά, έχουμε στην περίπτωση της ουκρανικής σύγκρουσης μια εξαιρετικά σύνθετη, πολυδιάστατη κατάσταση με πολλούς αστάθμητους παράγοντες καθώς δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για μια καθαρή λύση υπέρ της Ουκρανίας. Δεν υπάρχει το αμερικανο-ευρωπαϊκό μέτωπο που θα μπορούσε να την εγγυηθεί. Μόνο μια ενιαία στάση ΗΠΑ-Ευρωπαίων θα διασφάλιζε βιώσιμη λύση. Αλλά δυστυχώς δεν είμαστε εκεί.