ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ – 3.6.2024
Συγγραφέας – Δημήτρης Κώνστας
Ιδρυτικός διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ) – Fellow, Dalhousie University, Halifax, Canada
Τα τελευταία χρόνια η διεθνολογική κοινότητα της χώρας μας παρουσιάζει εντυπωσιακή ανάπτυξη την οποία αντικατοπτρίζει και η διεύρυνση των ερευνητικών της οριζόντων. Χαρακτηριστικό δείγμα είναι η ανταλλαγή επισκέψεων και η σφυρηλάτηση δεσμών με την ανερχόμενη υπερδύναμη, την Κίνα.
Μια προσέγγιση που ήδη αποδίδει καρπούς. Διακεκριμένη συνάδελφος είχε την ευκαιρία να επισκεφθεί κορυφαίο ΑΕΙ αυτής της μεγάλης χώρας και ανέμενα την επιστροφή της για να μάθω εντυπώσεις. Μεταφέρω αυτούσια την ερώτηση που της έθεσε Κινέζος ομότεχνος: «Πώς είναι δυνατόν η Δύση να χαρίζει σε εμάς τη Ρωσία γνωρίζοντας ότι χάνει έτσι τον έλεγχο της Ευρασίας;». Εύλογη ερώτηση; Νομίζω, όμως, καθόλου εύλογη η απάντηση. Θα επιχειρήσω να δώσω τη δική μου.
Τις τελευταίες εβδομάδες έχει γίνει ευρύτερα κατανοητή η δυσχερής θέση στην οποία έχει περιέλθει η Ουκρανία και μαζί της ο συνασπισμός δυνάμεων που τη στηρίζει. Το ίδιο κατανοητή έχει γίνει και η αυξανόμενη εξάρτηση της Ρωσίας από την Κίνα. Την περασμένη χρονιά το εμπόριο της Ρωσίας με την Κίνα άγγιξε τα 240 δισ. δολ. σημειώνοντας άνοδο 60% σε σχέση με τη χρονιά πριν από την έναρξη του πολέμου. Πριν από το 2022 η αξία του εμπορίου της Ρωσίας με την Ευρωπαϊκή Ενωση ήταν διπλάσια εκείνης με τη Κίνα. Τώρα είναι λιγότερο από τη μισή. Το νόμισμα που χρησιμοποιείται στις διμερείς συναλλαγές είναι το κινεζικό γουάν, ούτε το δολάριο ούτε το ευρώ. Από την έναρξη του πολέμου η πολιτική της Κίνας εκφράζεται με γενικόλογους αφορισμούς, π.χ. «σεβασμός της εδαφικής κυριαρχίας» αλλά και «σεβασμός των νόμιμων στρατηγικών συμφερόντων», δηλαδή εξισορρόπηση των στόχων των δύο αντιπάλων που αποδεικνύει ότι η συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία και όχι ο τερματισμός του εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Κίνας.
|
Το προφανές αδιέξοδο του προέδρου Ζελένσκι αποδεικνύει η έκκληση που απευθύνει τις τελευταίες ημέρες στους ηγέτες των χωρών που ενδιαφέρονται για το δράμα που βιώνει η χώρα του να λάβουν μέρος σε «ειρηνευτική διάσκεψη» στις 15 Ιουνίου στην Ελβετία. Η τελευταία έχει απευθύνει προσκλήσεις σε 160 αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων. Ωστόσο ούτε ο Αμερικανός πρόεδρος ούτε ο ηγέτης της Κίνας έχουν μέχρι στιγμής επιβεβαιώσει τη συμμετοχή τους. Εάν η διάσκεψη αυτή πραγματοποιηθεί θα είναι η πέμπτη σε διάστημα ενός έτους (οι άλλες έγιναν σε Κοπεγχάγη, Τζέντα, Μάλτα και Νταβός) χωρίς απτά αποτελέσματα.
Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς τι χρειάζονται όλες αυτές οι διασκέψεις όταν η ήπειρος όπου εξελίσσεται το δράμα της Ουκρανίας και ο κορυφαίος θεσμός της, η Ευρωπαϊκή Ενωση, προετοιμάζονται να εκλέξουν αντιπροσώπους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Ποια καλύτερη ευκαιρία για τη διαμόρφωση πολιτικής για το κορυφαίο πρόβλημα ασφάλειας της ηπείρου μας; Δυστυχώς, αυτό το κορυφαίο πρόβλημα ασφάλειας έχει γίνει αρμοδιότητα του ΝΑΤΟ, δηλαδή των ΗΠΑ, με συνέπεια η πολιτική σκηνή της Ευρώπης να προσφέρει την υπόκρουση στις αποφάσεις που λαμβάνει η Ουάσινγκτον. Στην παρούσα δε συγκυρία οι αποφάσεις αυτές, εν όψει των προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου, έχουν περιορισμένο χρονικό ορίζοντα. Τυχόν επανεκλογή Τραμπ στον προεδρικό θώκο θα επέφερε δομικές αλλαγές στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Ακόμη και η διαχείριση μιας ήττας του Τραμπ από τον νικητή αφήνει πολλά και σημαντικά ερωτήματα για το μέλλον της εξωτερικής πολιτικής της υπερδύναμης
Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Η κατάσταση στη Γάζα και ιδίως η αντιμετώπιση από τις ΗΠΑ της απόφασης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου και των αποφάσεων της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ σχετικά με την αναγνώριση παλαιστινιακού κράτους θέτουν υπό αμφισβήτηση το τεκμήριο της ηθικής υπεροχής της Δύσης κατά την εφαρμογή κριτηρίων για την αξιολόγηση διεθνών συγκρούσεων και την επιβολή κυρώσεων. Η εποχή της στρατιωτικής επέμβασης του ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία και του βομβαρδισμού του Βελιγραδίου με την επίκληση αρχών του διεθνούς δικαίου ακούγεται σήμερα ως παράδοξο ενός μακρινού παρελθόντος.
Με δυο λόγια, το μεγάλο ζήτημα της ευρωπαϊκής ασφάλειας σήμερα αλλά και στο μέλλον είναι η Ρωσία όχι απαραίτητα ως απειλή αλλά ενδεχομένως και ως ευκαιρία. Το δεύτερο όμως επιβάλλει και μια αξιολόγηση της αντιμετώπισης αυτής της χώρας από την Ευρώπη μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και τις ευκαιρίες ουσιαστικής ενσωμάτωσής της στους ευρωπαϊκούς θεσμούς που πέρασαν ανεκμετάλλευτες. Η Ευρώπη από τον Ατλαντικό ώς τα Ουράλια, που ακούγεται σήμερα ως η απόλυτη ουτοπία, υπήρξε εποχή που ίσως θα μπορούσε να υλοποιηθεί. Δυστυχώς η χρησιμότητα της Ρωσίας ως «αντίπαλου δέους» αξιοποιήθηκε για επανειλημμένες διευρύνσεις του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι ενστάσεις της Μόσχας. Το πολιτικοστρατιωτικό κατεστημένο της Ουάσινγκτον και οι ευρωπαϊκές χώρες, που επί δεκαετίες αξιοποίησαν τη χαμηλού κόστους ασπίδα προστασίας που τους προσέφερε, επέλεξαν να κρατήσουν ζωντανό το φάσμα της παντοδύναμης ΕΣΣΔ. Μέχρι και σήμερα. Με αποτέλεσμα να δημιουργούν προϋποθέσεις να αναστηθεί. Και εύλογα να απορεί ο Κινέζος καθηγητής για την τόση «γενναιοδωρία» της Ευρώπης.