Δημήτρης Κώνστας, Ιδρυτικός Διευθυντής ΙΔΙΣ
πηγή: ΕΦΣΥΝ
Στη σύγχρονη ιστορία των ΗΠΑ, αρχής γενομένης από το κίνημα για την κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων, τα αμερικανικά πανεπιστήμια έχουν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο. Για παράδειγμα, η μάχη για την εγγραφή μαύρων φοιτητών σε σχολές όπως η Νομική δόθηκε και κερδήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1961 στο Duke, ένα μικρό ιδιωτικό ΑΕΙ της Βόρειας Καρολίνας.
Αν και το ξεκίνημα της εξέγερσης της αμερικανικής νεολαίας κατά του Πολέμου στο Βιετνάμ συνδέεται με το φημισμένο Μπέρκλεϊ του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας, η εν ψυχρώ εκτέλεση τεσσάρων φοιτητών και ο σοβαρός τραυματισμός άλλων εννέα στο μικρό κρατικό Πανεπιστήμιο Kent του Οχάιο, το 1970, από την Εθνική Φρουρά της Πολιτείας -γνωστή ως η «Σφαγή του Kent State»- έδωσε την κρίσιμη ώθηση στο αντιπολεμικό κίνημα. Οδήγησε σε αποχή τους φοιτητές όλων των Πανεπιστημίων, άλλαξε τη διάθεση της κοινής γνώμης και για πολλούς συνέβαλε στην πτώση του προέδρου Νίξον.
Σήμερα, οι συνθήκες είναι βέβαια διαφορετικές και ίσως το σημαντικότερο, οι Αμερικανο-Εβραίοι διανοούμενοι, μερικοί από τους οποίους είχαν εμπνεύσει το κίνημα εκείνης της εποχής, βρίσκονται σε δύσκολη θέση. Μπορεί να έχουν, όπως ο Νόαμ Τσόμσκι, πρωτοστατήσει, στο παρελθόν, στην κριτική κατά των πολιτικών του κράτους του Ισραήλ εναντίον των Παλαιστινίων, όμως σήμερα έχουν ξεπεραστεί από τις εξελίξεις. Το σημαντικότερο δίλημμα για αυτούς αλλά και για άλλους διανοητές και πολιτικούς, μέσα και έξω από το Δημοκρατικό Κόμμα, είναι ότι η χώρα έχει εισέλθει σε προεκλογική περίοδο και στην εξουσία βρίσκεται Δημοκρατικός πρόεδρος. Στις επερχόμενες εκλογές της 5ης Νοεμβρίου, θα βρεθούν αντιμέτωποι με ένα Ρεπουπλικανικό Κόμμα, με υποψήφιο τον Ντόναλντ Τραμπ. Ο Τραμπ, στην προεδρική του θητεία, ακολούθησε ακραίες φιλοϊσραηλινές πολιτικές, μετέφερε την Πρεσβεία των ΗΠΑ στην Ιερουσαλήμ και έκανε τα στραβά μάτια στη ραγδαία επέκταση των εβραϊκών οικισμών στη Δυτική Οχθη. Η ταύτιση των φιλελεύθερων με τις φιλο-παλαιστινιακές εξεγέρσεις στα πανεπιστήμια ίσως διευκολύνει την άνοδο του Τραμπ στην εξουσία.
Θα ήταν λάθος, βέβαια, να αντιμετωπίσει κανείς τόσο το Ρεπουμπλικανικό όσο και το Δημοκρατικό κόμμα ως συμπαγή ιδεολογικά. Η δυστοκία σχετικά με την ηγεσία της πλειοψηφούσας ομάδας των εκλεγμένων Ρεπουμπλικανών αντιπροσώπων στο Κογκρέσο αλλά και οι επαναλαμβανόμενες ψηφοφορίες για πλείστα όσα σημαντικά θέματα, μεταξύ των οποίων και η αμερικανική βοήθεια προς την Ουκρανία και το Ισραήλ, πιστοποιούν τον εμφύλιο σπαραγμό μεταξύ των Ρεπουμπλικανών. Αλλά και οι Δημοκρατικοί αντιμετωπίζουν κριτική από την «προοδευτική» τους πλευρά.
Το αξιοσημείωτο της υπό εξέλιξη φοιτητικής εξέγερσης είναι ότι διογκώνεται και εξαπλώνεται, παρά την πολύ δυσμενή πολιτική συγκυρία και τις χονδροειδείς παρεμβάσεις τόσο των Ρεπουμπλικανών όσο, σε μικρότερο βαθμό, των Δημοκρατικών. Ενώ ξεκίνησε με κέντρο τη Νέα Υόρκη, και το Πανεπιστήμιο Κολούμπια έχει κινητοποιήσει φοιτητές αλλά και διδακτικό προσωπικό τόσο στα ΑΕΙ της ελίτ, όπως το Χάρβαντ, το ΜΙΤ, το Yale όσο και σε κάθε γωνιά των ΗΠΑ. Με την πάροδο του χρόνου, ο αριθμός των ιδρυμάτων που συμμετέχουν στις κινητοποιήσεις δείχνει να αυξάνεται. Η απώλεια ωρών διδασκαλίας σε πανεπιστήμια των οποίων τα δίδακτρα είναι κολοσσιαία και πληρώνονται με δάνεια που θα επιβαρύνουν τους φοιτητές για πολλά χρόνια μετά την αποφοίτησή τους, απαιτεί μια αξιοσημείωτη γενναιότητα. Το ίδιο και η αντίσταση στην απειλή των μεγάλων εταιρειών που προσλαβάνουν κάθε χρόνο χιλιάδες αποφοίτους να αποκλείσουν φοιτητές που εκδηλώθηκαν υπέρ των Παλαιστινίων.
Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, ότι ως συνδετικός κρίκος των καταλήψεων αρθρώνεται το αίτημα της «αποεπένδυσης», δηλαδή της απεμπλοκής των αμερικανικών πανεπιστημίων από χρηματοδοτήσεις από εταιρείες κολοσσούς που δραστηριοποιούνται στο Ισραήλ, συμπεριλαμβανομένης της Google, της Amazon, της Microsoft αλλά και βιομηχανίες που αντλούν άμεσα κέρδη από τον πόλεμο, όπως η Lockheed, που είδε προ ημερών τα κέρδη της να αυξάνονται κατά 14%. (The Guardian, 24.4.2024).
Φυσικά, μια τέτοια ατζέντα διαμαρτυρίας φέρνει τις Αρχές των πανεπιστημίων αντιμέτωπες με το δίλημμα ποιες πολυεθνικές εταιρείες είναι αρκετά «καθαρές», ώστε να συναλλάσσονται με αμερικανικά πανεπιστήμια και να επωφελούνται από την προχωρημένη έρευνα που παράγεται σε αυτά. Καθώς και πώς τα πανεπιστήμια θα υποκαταστήσουν τους πόρους που θα στερηθούν από μια τέτοια πολιτική «καθαρών χεριών». Τέλος, ποιες χώρες έχουν το κύρος να νομιμοποιηθούν ως οικονομικοί εταίροι των πανεπιστημίων. Τι θα συμβεί με τις Αραβικές Χώρες και γενικά τα καθεστώτα που δεν διακρίνονται για τις επιδόσεις τους στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ισότητας των φύλων.
Θα πρέπει, όμως, να δεχθεί κανείς ότι, παρά τις αμφιβολίες και τα αναπάντητα ερωτήματα, φοιτητές που θέτουν σε κίνδυνο το μέλλον των σπουδών τους και τις θυσίες που έχουν κάνει για αυτές, αξίζουν τον σεβασμό. Αλίμονο αν ο καθένας που διαμαρτύρεται για αδικίες και εγκλήματα πολέμου πρέπει να δίνει προηγουμένως πειστικές απαντήσεις σε κάθε ερώτημα, ακόμη και εύλογο. Οσα συμβαίνουν αυτή τη στιγμή στα αμερικανικά πανεπιστήμια μπορεί τελικά να μην έχουν άμεσο πρακτικό αποτέλεσμα. Μπορεί, όμως, και να αλλάξουν έστω και λίγο τον τρόπο άσκησης της εξουσίας στις ΗΠΑ και τον κόσμο.