Πώς το Πεκίνο έγινε προνομιακός εταίρος των ελληνικών πανεπιστημίων – Η προώθηση του κινεζικού αφηγήματος μέσω διεθνών προγραμμάτων και ινστιτούτων, τα ζητήματα ασφάλειας και η έλλειψη αξιολόγησης κινδύνου και θεσμικού πλαισίου
Την τελευταία δεκαπενταετία, η Ελλάδα βρίσκεται στο επίκεντρο μιας αξιοσημείωτης ανάπτυξης των ακαδημαϊκών της σχέσεων με την Κίνα. Η αφετηρία αυτής της πορείας ήταν οικονομική: η δημοσιονομική κρίση αποδυνάμωσε το δημόσιο πανεπιστήμιο, το οποίο αναζήτησε «σωσίβια» μέσα από διεθνείς συμπράξεις που δεν απαιτούσαν σημαντική εθνική χρηματοδότηση. Η Κίνα εμφανίστηκε ως προνομιακός εταίρος. Η έλευση της COSCO στον Πειραιά και η ίδρυση του πρώτου Ινστιτούτου Κομφούκιος το 2009 άνοιξαν τον δρόμο. Σήμερα 27 ελληνικά ιδρύματα έχουν συνάψει πάνω από 135 επίσημες συνεργασίες με κινεζικά πανεπιστήμια και επιχειρήσεις σε πολλούς ερευνητικούς τομείς, με ιδιαίτερη έμφαση στα γνωστικά πεδία των θετικών επιστημών, της τεχνολογίας και της μηχανικής (τα λεγόμενα STEM), αλλά και στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες.
Αξιοποιώντας τη μακρά παράδοση της ήπιας δύναμης στον χώρο της εκπαίδευσης και του πολιτισμού, η Κίνα έχει επενδύσει συστηματικά στην καλλιέργεια μιας ιδιαίτερης σχέσης με την Ελλάδα. Εστιάζει στη μοναδική πολιτισμική αυτοεικόνα της χώρας, προβάλλοντας τις διμερείς σχέσεις ως «συνάντηση δύο μεγάλων αρχαίων πολιτισμών». Αυτή αποτυπώνεται σε κοινά μεταπτυχιακά προγράμματα, όπως π.χ. στη Φιλοσοφία, στη δημιουργία σινολογικών κέντρων και εδρών Κινεζικών Σπουδών υπό την αιγίδα κινεζικών πανεπιστημίων, στην προγραμματισμένη ίδρυση Κινεζικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Αθήνα, αλλά και σε πρωτοβουλίες όπως το πρόγραμμα «Dialogue Among Civilizations», το οποίο διοργανώνει συνέδρια, εκδηλώσεις και ανταλλαγές, με στόχο την προβολή της Ελλάδας ως πολιτισμικής υπερδύναμης και ταυτόχρονα την εδραίωση της κινεζικής αφήγησης περί ισότιμης συνάντησης των δύο πολιτισμών. Οι κινήσεις αυτές βρίσκουν θερμή ανταπόκριση από τους έλληνες υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, καθώς ενισχύουν το διεθνές προφίλ της χώρας. Ωστόσο, εντάσσονται σε μια ευρύτερη στρατηγική της Κίνας για αύξηση της διεθνούς επιρροής της μέσω της έρευνας, της εκπαίδευσης και του πολιτισμού με όρους που αφήνουν ανοιχτά ερωτήματα για την ασφάλεια της έρευνας και την ακαδημαϊκή αυτονομία.
Ο πυρήνας του ρίσκου
Οσο αυξάνονται οι ελληνο-κινεζικές ακαδημαϊκές συμπράξεις, τόσο πολλαπλασιάζονται τα ερωτήματα θεσμικής προστασίας. Οπως τεκμηριώνει η πρόσφατη έκθεση του Κεντρικού Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου Ασιατικών Σπουδών (CEIAS), η Ελλάδα δεν διαθέτει ακόμη θεσμικό πλαίσιο για ακαδημαϊκές συνεργασίες με την Κίνα που να διασφαλίζει διαφάνεια και εμπεριστατωμένη αξιολόγηση κινδύνου. Πληροφορίες για τέτοιες συνεργασίες είναι συχνά διάσπαρτες, ασυνεπείς ή απολύτως ελλιπείς. Σύμφωνα με την έκθεση, μόνο πέντε από τα 27 ελληνικά ιδρύματα ανταποκρίθηκαν σε αιτήματα διαφάνειας (βάσει της νομοθεσίας για την ελεύθερη πρόσβαση στην πληροφορία), ενώ τα μνημόνια συνεργασίας και οι οικονομικές λεπτομέρειες αυτών σπάνια δημοσιοποιούνται στη Διαύγεια. Το κενό αυτό επιτείνεται από την περιορισμένη δημόσια συζήτηση και την ανυπαρξία θεσμοθετημένων μηχανισμών ελέγχου, τη στιγμή που στην υπόλοιπη Ευρώπη η ασφάλεια της έρευνας αποτελεί πλέον κορυφαία προτεραιότητα.
Ο επίκουρος καθηγητής Κωνσταντίνος Τσιμώνης, ένας εκ των συγγραφέων της έκθεσης, βάζει τα πράγματα στη σωστή διάσταση: «Δεν σημαίνει ότι οποιαδήποτε συνεργασία με την Κίνα είναι εκ των προτέρων προβληματική. Ο ανταγωνισμός βελτιώνει την έρευνα. Το διακύβευμα, όμως, αφορά το πού και πώς τελικά καταλήγει η παραγόμενη γνώση και τεχνολογία». Η διπλή – πολιτική και στρατιωτική – χρήση της τεχνολογίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη νέα γεωπολιτική πραγματικότητα.
Στην Κίνα, όπως εξηγεί ο κ. Τσιμώνης, το κράτος όχι μόνο έχει το δικαίωμα να αποκτά πρόσβαση σε οποιαδήποτε τεχνολογία ή δεδομένο παράγεται εντός της χώρας, αλλά και να τα αξιοποιεί κατά βούληση, ακόμη και πέρα από τον αρχικό σκοπό της έρευνας ή τις δεσμεύσεις των συνεργασιών που συνάπτουν οι κινεζικοί φορείς διεθνώς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι το πώς μια συνεργασία σε έναν φαινομενικά αθώο τεχνολογικό τομέα μπορεί να έχει μη προβλέψιμες συνέπειες: «Μια καινοτομία που παράγεται από ελληνικό και κινεζικό πανεπιστήμιο μπορεί να διοχετευθεί μέσω του κινεζικού δικτύου τεχνολογίας ή άμυνας σε τρίτες χώρες – όπως το Πακιστάν, που έχει στενή στρατηγική σχέση με την Κίνα και την Τουρκία – και τελικά να βρεθεί να χρησιμοποιείται με τρόπους που ίσως να μην είχε ποτέ φανταστεί ο έλληνας ερευνητής ή το πανεπιστήμιό του». Σε αυτό το πλαίσιο, ο κ. Τσιμώνης υπογραμμίζει ότι «δεν υπάρχει κανένας έλληνας ερευνητής που θα ήθελε το αποτέλεσμα της εργασίας του να χρησιμοποιηθεί αύριο από τον κινεζικό στρατό για μια εισβολή, ας πούμε, στην Ταϊβάν ή για να υποστηρίξει ενέργειες που αντίκεινται στα ελληνικά ή ευρωπαϊκά συμφέροντα». Η απουσία θεσμικής υποστήριξης και αξιολόγησης κινδύνου αφήνει εκτεθειμένους τόσο τους ίδιους τους ερευνητές όσο και τη χώρα απέναντι σε απρόβλεπτες και ανεξέλεγκτες συνέπειες.
Στην «ουρά» της Ευρώπης
Ηδη από το 2023, η ΕΕ έχει υιοθετήσει τη λεγόμενη Στρατηγική Οικονομικής Ασφάλειας, ενώ τον Μάιο του 2024 το Συμβούλιο της ΕΕ εξέδωσε σύσταση για τη θωράκιση του ευρωπαϊκού ερευνητικού οικοσυστήματος απέναντι σε πρακτικές και συνεργασίες που μπορεί να απειλήσουν τη διαφάνεια, την ακαδημαϊκή ελευθερία και – κυρίως – τη μεταφορά τεχνολογίας και τεχνογνωσίας προς τρίτες χώρες, όπως η Κίνα. Οπως εξηγεί ο εκτελεστικός διευθυντής του CEIAS, Ματέ Σιμάλτσικ, η σύσταση περιγράφει, μεταξύ άλλων, μια εργαλειοθήκη θεσμικού ελέγχου, εκτίμησης και διαχείρισης κινδύνου, ενθαρρύνοντας τη θέσπιση εθνικών κατευθυντήριων γραμμών. Ωστόσο, όσα προτείνονται δεν είναι ακόμη δεσμευτικά και η υλοποίησή τους παραμένει ευθύνη των εθνικών αρχών και των ίδιων των πανεπιστημίων.
Τα στοιχεία της έκθεσης του CEIAS είναι ενδεικτικά: το 34% των συνεργασιών ελληνικών ακαδημαϊκών ιδρυμάτων με την Κίνα αφορά πανεπιστήμια που συνδέονται με το κινεζικό στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα, εκ των οποίων το 64% χαρακτηρίζεται υψηλού ή πολύ υψηλού ρίσκου. Αυτό δεν σημαίνει αυτομάτως ότι όλες οι συνεργασίες θα οδηγήσουν σε αρνητικές εξελίξεις. Οπως σημειώνει ο κ. Τσιμώνης, «η συντριπτική πλειονότητα των ελλήνων ακαδημαϊκών διαχειρίζεται με προσοχή αυτές τις συνεργασίες». Η ουσία, όμως, είναι ότι το βάρος της αποτίμησης κινδύνου πέφτει αποκλειστικά στους ίδιους. Σε αντίθεση, χώρες όπως η Ολλανδία και η Τσεχία έχουν αναπτύξει εθνικές στρατηγικές, υποστηρίζοντας τα πανεπιστήμιά τους με κατευθυντήριες γραμμές, ειδικά εργαλεία και συνεχή επιμόρφωση. Αυτό τις καθιστά πρότυπα καλών πρακτικών στην Ευρώπη. Η Ελλάδα, όπως αναφέρει ο Ματέ Σιμάλτσικ, τοποθετείται σήμερα στην «ουρά» της ΕΕ όσον αφορά την ύπαρξη θεσμικών δικλίδων και καλών πρακτικών ερευνητικής ασφάλειας στις ακαδημαϊκές συνεργασίες με την Κίνα. «Δεν έχει σημασία ο αριθμός των συνεργασιών, αλλά το πώς διαχειρίζεσαι τον κίνδυνο. Η απουσία δέουσας επιμέλειας ανοίγει παράθυρα εκμετάλλευσης και ρίσκου που δύσκολα μπορεί να ελεγχθούν εκ των υστέρων» επισημαίνει.
Ινστιτούτα γλώσσας ή εργαλείο επιρροής;
Τα Ινστιτούτα Κομφούκιος λειτουργούν ως «ομφάλιος λώρος» μεταξύ ελληνικών πανεπιστημίων και Κίνας, με παρουσία σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα και (μέχρι πρότινος) Βόλο. Σε αντίθεση με πολλές ευρωπαϊκές χώρες που περιορίζουν ή κλείνουν αυτά τα ινστιτούτα λόγω ανησυχιών για λογοκρισία ή προώθηση κρατικής προπαγάνδας, στην Ελλάδα επεκτείνονται και συχνά καλύπτουν σχεδόν αποκλειστικά το πεδίο των κινεζικών σπουδών και γλωσσομάθειας. Ο κ. Σιμάλτσικ είναι σαφής: «Τα Ινστιτούτα Κομφούκιος δεν είναι απλώς πολιτιστικά κέντρα. Συμμετέχουν στην επιμέλεια του αφηγήματος, στον έλεγχο του περιεχομένου σπουδών, ακόμη και στην παροχή συμβουλών για το ποιους ακαδημαϊκούς να καλέσουν ή να προσεγγίσουν. Ο στόχος είναι η ανάπτυξη μιας γενιάς εμπειρογνωμόνων στην Ευρώπη που έχουν διαμορφωθεί μέσα από το πρίσμα της επίσημης κρατικής οπτικής».
Ο κ. Τσιμώνης επιβεβαιώνει τη διττή πραγματικότητα των Ινστιτούτων Κομφούκιος στην Ελλάδα. Αναγνωρίζει πως «αναπληρώνουν ένα τεράστιο θεσμικό κενό στον χώρο των κινεζικών σπουδών, καθώς σε πολλές περιπτώσεις αποτελούν τον μοναδικό φορέα εκμάθησης της κινεζικής γλώσσας και καλλιέργειας της κινεζικής κουλτούρας, ωστόσο γίνονται τα τελευταία χρόνια προσπάθειες να καλυφθεί αυτό το κενό από τα ίδια τα ελληνικά ΑΕΙ». Την ίδια στιγμή, όμως, τονίζει ότι η λειτουργία τους εντάσσεται σε ένα γενικότερο σύστημα κρατικού ελέγχου και προώθησης αφηγήματος, όπως ορίζεται από το Πεκίνο. Η κινεζική πλευρά όχι μόνο χρηματοδοτεί, αλλά διασφαλίζει και κομματικό έλεγχο τόσο στο προσωπικό όσο και στο περιεχόμενο που διακινείται, ενώ η επιλογή των συνεργαζόμενων ελληνικών πανεπιστημίων γίνεται με στρατηγικά κριτήρια. Επιπλέον, το κινεζικό κράτος παρακολουθεί συστηματικά την απήχηση και το έργο των Ινστιτούτων Κομφούκιος, επιδιώκοντας να τα αξιοποιήσει ως γέφυρα για τη διαμόρφωση θετικής γνώμης σε ακαδημαϊκούς και φοιτητές, αλλά και για την ενίσχυση της κινεζικής επιρροής στον δημόσιο διάλογο. Η απουσία εναλλακτικών δομών σινολογικών σπουδών ενισχύει το μονοπώλιο που διαμορφώνεται γύρω από τα Ινστιτούτα, με αποτέλεσμα οι εγχώριες πανεπιστημιακές κοινότητες να εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από το αφήγημα και το υλικό που παρέχει η κινεζική πλευρά.
Προς μια θεσμική θωράκιση
Το ζήτημα δεν είναι να διακοπούν οι ακαδημαϊκές συνεργασίες με την Κίνα, αλλά να δημιουργηθεί ένα συμπαγές θεσμικό πλαίσιο που θα υποστηρίζει τους έλληνες ερευνητές, θα διασφαλίζει τη διαφάνεια και θα επιτρέπει την εμπεριστατωμένη αξιολόγηση των δυνητικών κινδύνων. Οπως σημειώνει ο κ. Τσιμώνης, «οι πανεπιστημιακοί μας είναι κατά κανόνα προσεκτικοί, αλλά αυτό δεν αρκεί. Χρειάζεται κουλτούρα αλλά και όργανα που να τους στηρίζουν. Οχι λογοκρισία, αλλά αξιόπιστα εργαλεία αποτίμησης ρίσκου και θεσμικής ενημέρωσης». Από την πλευρά του, ο κ. Σιμάλτσικ επισημαίνει ότι, ήδη, το CEIAS συνδράμει με συστάσεις, χαρτογραφήσεις κινδύνου και συγκεκριμένες συμβουλές προς ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και κυβερνήσεις. Αντίστοιχα, η Ελλάδα καλείται να ενταχθεί στο κύμα των χωρών που υιοθετούν καλές πρακτικές, θέτοντας ξεκάθαρα όρια, διαδικασίες ελέγχου και μηχανισμούς παρακολούθησης για τις διεθνείς συνεργασίες με χώρες της Ασίας στην έρευνα και την ανώτατη εκπαίδευση.
Η συζήτηση για την ερευνητική και ακαδημαϊκή συνεργασία Ελλάδας – Κίνας είναι περισσότερο επίκαιρη από ποτέ, καθώς η γεωπολιτική αβεβαιότητα αυξάνεται και τα σύνορα ανάμεσα σε «αθώα» γνώση και στρατηγική τεχνολογία διπλής χρήσης γίνονται ολοένα και πιο δυσδιάκριτα. Ταυτόχρονα, όπως τονίζει ο κ. Τσιμώνης, η ενίσχυση της ερευνητικής ασφάλειας αποτελεί βασική προϋπόθεση και για την αξιόπιστη διεθνοποίηση των ελληνικών πανεπιστημίων. Η έλλειψη θεσμικής θωράκισης μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά για τη δημιουργία δεσμών με κορυφαία πανεπιστήμια του εξωτερικού. «Δεν είναι μόνο ζήτημα προστασίας της εγχώριας γνώσης ή των πνευματικών δικαιωμάτων, είναι το πρόσωπο που προβάλλει η χώρα μας απέναντι στα πανεπιστήμια της Δύσης. Η ερευνητική ασφάλεια γίνεται όρος αξιοπιστίας για κάθε διεθνή συνεργασία» επισημαίνει χαρακτηριστικά. «Η Πολιτεία και τα κρατικά πανεπιστήμια οφείλουν, λοιπόν, να είναι στην πρώτη γραμμή των συζητήσεων και των εξελίξεων για την ερευνητική ασφάλεια στην Ευρώπη».