Γράφουν στο ΒΗΜΑ ο Μάρκος Καρασαρίνης, ο καθηγητής Διεθνών Σχέσεων Κώστας Υφαντής, ο επίκουρος καθηγητής Κινεζικής Πολιτικής Κωνσταντίνος Τσιμώνης και η αναπληρώτρια καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Μακεδονίας Ρεβέκκα Γ. Παιδή
Η επανάληψη ενός μοτίβου στον 21ο αιώνα
Του Μάρκου Καρασαρίνη
«Ενας παρατεταμένος αγώνας μέχρι θανάτου ανάμεσα σε ιδεολογικά αντιμαχόμενους συνασπισμούς δεν ήταν κάτι το καινούργιο στην υφήλιο. […] Ωστόσο, ένας ψυχρός πόλεμος αποτελούσε ιστορική καινοτομία.
«Ενας παρατεταμένος αγώνας μέχρι θανάτου ανάμεσα σε ιδεολογικά αντιμαχόμενους συνασπισμούς δεν ήταν κάτι το καινούργιο στην υφήλιο. […] Ωστόσο, ένας ψυχρός πόλεμος αποτελούσε ιστορική καινοτομία.
Περιγράφοντας στο βιβλίο Ο Ψυχρός Πόλεμος (εκδ. Gutenberg, 2021) την ειδοποιό διαφορά της περιόδου 1945-1989 από άλλες εποχές αντιπαράθεσης μεγάλων δυνάμεων ο Τζον Λάμπερτον Χάρπερ, ομότιμος καθηγητής Αμερικανικής Εξωτερικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς, εστίαζε στην πρωτόγνωρη αποφυγή μιας θερμής σύρραξης. Αποτέλεσμα της μεταπολεμικής πυρηνικής ισορροπίας του τρόμου, ο Ψυχρός Πόλεμος φαντάζει πράγματι ως μοναδικός στα χρονικά.
Το τέλος του, με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης, προβλήθηκε μάλιστα ως επιτατικό της μοναδικότητάς του: το μέλλον προοιωνιζόταν, υποτίθεται, τη σύγκλιση στο μοντέλο της φιλελεύθερης δημοκρατίας και τη διεθνή συνεννόηση – οι όποιες εντάσεις θα εκτονώνονταν στο διαφαινόμενο ομαλό διπλωματικό πεδίο.
Στις τέσσερις δεκαετίες που μεσολάβησαν, ιδιαίτερα μετά τα μέσα εκείνης του 2010, έγινε σαφές ότι η αισιοδοξία ήταν μάλλον ευσεβής πόθος παρά εφικτή ελπίδα. Οπωσδήποτε, τα αποκλίνοντα συμφέροντα μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Κίνας πάντοτε συνεπάγονταν ένα ερωτηματικό ως προς την εξέλιξη της μεταξύ τους σχέσης και η επιδίωξη της περιχαράκωσης μιας αυτοκρατορικής σφαίρας επιρροής από τη Ρωσία του Πούτιν ήταν ένα πιθανό ενδεχόμενο.
Αναπάντεχη είναι η διευρυνόμενη ψυχική απόσταση μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ, την οποία δεν μπορεί κανείς να αναγάγει αποκλειστικά στην πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ: η υποβάθμιση των υπερατλαντικών συμμάχων συνιστά προφανώς συνειδητή επιλογή ενός τμήματος της αμερικανικής πολιτικής και διπλωματικής σκηνής που θα επιβιώσει της προεδρίας του.
Καθώς παρακολουθούμε την αποδιάρθρωση της μεταπολεμικής συνθήκης, με αόρατο το σχήμα που θα πάρει τη θέση της, είναι πια εξίσου προφανές ότι ο Ψυχρός Πόλεμος δεν ήταν ιστορική εξαίρεση αλλά μια νέα δυνητική εκδοχή κανονικότητας.
Η επίγνωση του κινδύνου αμοιβαίας πυρηνικής καταστροφής επιβάλλει στους σημερινούς Ψυχρούς Πολέμους, στο επίκεντρο των οποίων βρίσκονται οι Ηνωμένες Πολιτείες, παρόμοια εργαλεία με εκείνα του 20ού αιώνα: εμπορικές αψιμαχίες, τεχνολογικό ανταγωνισμό, τον διαγκωνισμό για τις εντυπώσεις στην αρένα των social media.
Περιφερειακές αναφλέξεις ωστόσο εντείνουν τον πειρασμό των άμεσων λύσεων, όπως έδειξε η πρόσφατη περίπτωση των αμερικανικών επιδρομών στο Ιράν. Και οι σημερινές ηγεσίες των υπερδυνάμεων δεν εμπνέουν ιδιαίτερη εμπιστοσύνη ως προς την επίγνωση των ορίων του αντιπάλου ή τις ικανότητές τους στο άθλημα της πολιτικής κρημνοβασίας.
Το προβληματικό τρίγωνο
Του Κώστα Υφαντή
Σε μία από τις συνεντεύξεις του o Ρίτσαρντ Νίξον είχε σημειώσει ότι οι ΗΠΑ και η Σοβιετική Ενωση δεν μπορούν ποτέ να έχουν φιλικές σχέσεις, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι Αμερικανοί και Ρώσοι δεν μπορούν να είναι φίλοι. Ο Ψυχρός Πόλεμος και η σκληρή ιδεολογική σύγκρουση χρωμάτισαν τις αντιλήψεις του ενός για τον άλλον.
Η κατάρρευση της ΕΣΣΔ και των ευρωπαϊκών κομμουνιστικών καθεστώτων δημιούργησε ψευδαισθήσεις για το τέλος της Ιστορίας και για μια συνθήκη όπου η επικράτηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας και του καπιταλισμού ως μοναδικής κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής οργανωσιακής αρχής θα μπορούσε να διευκολύνει την ενσωμάτωση της Ρωσίας σε μια νέα ειρηνική και συνεργασιακή διεθνή κοινότητα.
Οταν η Ρωσία εισέβαλε στην Κριμαία το 2014, όσοι και όσες επέμεναν να συντηρούν τέτοιες προσδοκίες, αντί να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα μιας εγγενώς αναθεωρητικής δύναμης στην Ευρασία, επέλεξαν τον κατευνασμό.
Το 2022, με τη δεύτερη φάση της ρωσικής επιχείρησης μετατροπής της ακρωτηριασμένης Ουκρανίας σε υποτελές κράτος (vassal state) στην πιο κλασική εκδοχή της αυτοκρατορικής ρωσικής φεουδαρχικής παράδοσης, (ξανα)έβαλε στην καρδιά της ευρωπαϊκής (και εν πολλοίς της παγκόσμιας) ημερήσιας διάταξης το θεμελιώδες για τη διεθνή ασφάλεια ερώτημα που κανένας και καμία δεν ήθελε – ή δεν τολμούσε – να αντιμετωπίσει: Σε ποια ιστορική στιγμή βρίσκεται η Δύση σε σχέση με τον ρωσικό αναθεωρητισμό;
Πρόκειται για ένα ερώτημα που έχει τουλάχιστον δύο διαστάσεις, μια εσωτερική, αναστοχαστική, που ιχνηλατεί το τι εκπροσωπεί η Δύση πολιτισμικά, πολιτικά και γεωπολιτικά, πώς αυτοπροσδιορίζεται με όρους ελευθερίας, δημοκρατίας, προόδου και ανάπτυξης, και μια εξωτερική, που θέτει τα θεμελιώδη ζητήματα ασφάλειας και σχετικά αυτόνομης στρατηγικής παρέμβασης σε έναν κόσμο άκρως ανταγωνιστικό και με πολλούς δρώντες να διεκδικούν τη συμμετοχή τους στον διεθνή καταμερισμό πλούτου και επιρροής με όρους σκληρής ισχύος.
Ας αφήσουμε προς στιγμήν την Κίνα έξω από την ανάλυσή μας. Σε αυτό το περιβάλλον, αυτό το ζήτημα οριοθετείται από το τρίγωνο Ευρώπης-ΗΠΑ-Ρωσίας. Ποια είναι και πώς εξελίσσεται η σχέση της Ευρώπης με τις ΗΠΑ, των ΗΠΑ με τη Ρωσία και της Ευρώπης με τον ευρασιατικό απειλητικό γείτονά της;
Διαμορφώνονται οι σχέσεις σε αυτό το τρίγωνο από τη χρήση των όπλων και τα ωμά εθνικά συμφέροντα ή μπορεί να αναδυθεί μια κάποια μεγαλύτερη κουλτούρα πολυμερούς συνεννόησης που θα ήταν δυνατόν να σφυρηλατήσει ένα πιο αισιόδοξο μέλλον για αυτή την τριγωνική σχέση που είναι υπεύθυνη για την ιστορία της νεότερης εποχής;
Διαμορφώνονται οι σχέσεις σε αυτό το τρίγωνο από τη χρήση των όπλων και τα ωμά εθνικά συμφέροντα ή μπορεί να αναδυθεί μια κάποια μεγαλύτερη κουλτούρα πολυμερούς συνεννόησης που θα ήταν δυνατόν να σφυρηλατήσει ένα πιο αισιόδοξο μέλλον για αυτή την τριγωνική σχέση που είναι υπεύθυνη για την ιστορία της νεότερης εποχής;
Σε όλη της την εθνική διαδρομή η Ρωσία είναι μια χώρα που καθοδηγείται από ένα δόγμα. Σχεδόν μονίμως αναθεωρητικό, με μια βαθιά εθνικιστική, αυτοκρατορική και την περίοδο της ΕΣΣΔ ιδεολογική, «επαναστατική», μεσσιανική αίσθηση ρόλου και κατεύθυνσης. Ποτέ όμως δεν ήταν αυτό πηγή προόδου.
Και γι’ αυτό χρειαζόταν πάντοτε μια ηγεσία, ένας ηγέτης που να διεκδικεί και να εμπνέει απόλυτη αφοσίωση, εμπιστοσύνη και να απαιτεί την «αποθέωση». Στη σημερινή συγκυρία αυτό που καθοδηγεί την ηγεσία Πούτιν είναι ένας συνδυασμός μιας αναζωογονημένης ρωσικής «υπερηφάνειας» και μιας διαστρεβλωμένης κατανόησης της ρωσικής ιστορίας αφενός, με την επιδίωξη διά της βίας μιας γεωπολιτικής αυτοκρατορικής ανασύστασης στην Ανατολική Ευρώπη αφετέρου.
Τρία και πλέον χρόνια μετά τη ρωσική εισβολή, το καθεστώς Πούτιν παραμένει αποφασισμένο να συνεχίσει τον πόλεμο και την καταστροφή της Ουκρανίας και να συγκρουστεί με τη Δύση.
Αν και ο πόλεμος είναι ξεκάθαρα μια ιμπεριαλιστική προσπάθεια να καταλυθεί η ουκρανική ανεξαρτησία, ο τελικός στόχος της Μόσχας είναι να αλλάξει τη μεταψυχροπολεμική τάξη πραγμάτων στην Ευρώπη, να εκμεταλλευτεί την αδυναμία της Αμερικής του Τραμπ να λειτουργήσει στρατηγικά και όχι με αφελείς τακτικισμούς που υπονομεύουν την ενότητα της Δύσης και να δημιουργήσει ένα νέο διεθνές σύστημα στο οποίο η Ρωσία θα απολαμβάνει την επιρροή που πιστεύει ότι δικαιούται σε μια «φινλαδοποιημένη» Ευρώπη.
Το σκηνικό για μια αντιπαράθεση, που μόνο πιο σκληρή θα γίνεται, έχει ήδη στηθεί και η Ουάσιγκτον θα το συνειδητοποιήσει πολύ σύντομα. Ο κατευνασμός του Τραμπ θα ηττηθεί. Η Ουκρανία ποτέ δεν θα ξεχάσει τη ρωσική βία και η Ρωσία του Πούτιν ποτέ δεν θα είναι ικανοποιημένη με αυτό που μέχρι σήμερα έχει κερδίσει.
Ο κ. Κώστας Υφαντής είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και πρόεδρος του ΙΔΙΣ στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Συστημική αντιπαλότητα και δομική αλληλεξάρτηση
Του Κωνσταντίνου Τσιμώνη
Η αντιπαράθεση μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας αποτελεί, αναμφισβήτητα, την κεντρική γεωπολιτική δυναμική της εποχής μας. Πρόκειται για μια συστημική αντιπαλότητα, που δεν περιορίζεται στη βούληση ή τις ιδιοσυγκρασίες επιμέρους ηγεσιών ή στις περιστάσεις της επικαιρότητας, αλλά εδράζεται σε συγκρουόμενα στρατηγικά συμφέροντα, ανταγωνιστικά οικονομικά μοντέλα και ασύμβατα αξιακά συστήματα.
Ωστόσο, εξίσου συστημική είναι και η μεταξύ τους αλληλεξάρτηση πάνω στην οποία έχει βασιστεί η εκρηκτική ανάπτυξη του παγκόσμιου ΑΕΠ τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες. Η ρητορική του αναπόφευκτου πολέμου, που ενίοτε κυριαρχεί στον δημόσιο διάλογο, παραγνωρίζει την ιστορική ανθεκτικότητα του υφιστάμενου συστήματος, καθώς και το κόστος μιας μετωπικής σύγκρουσης για αμφότερες τις μεριές.
Η κατανόηση αυτού του σύνθετου πλαισίου και η ορθή αποτίμηση των μελλοντικών του τάσεων προϋποθέτει την ανάλυση τριών θεμελιωδών διαστάσεων: της γεωπολιτικής, της οικονομικής και της αξιακής.
Η Ανατολική Ασία συνιστά πεδίο υψηλής γεωστρατηγικής πυκνότητας, με ένα πλέγμα αμυντικών συμμαχιών και διευθετήσεων που ανάγεται στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Οι ΗΠΑ διατηρούν έως σήμερα ηγεμονική παρουσία στην περιοχή, γεγονός που έχει συμβάλει στην οικονομική ανάπτυξη της Ιαπωνίας, της Νότιας Κορέας, της Ταϊβάν και των χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας.
Από την άλλη πλευρά, η Κίνα αντιλαμβάνεται αυτό το πλαίσιο ως στρατηγική ανάσχεση της επιρροής της και επιδιώκει τη βαθμιαία ανατροπή του. Ενδεικτικές είναι οι παράνομες διεκδικήσεις της στη Νότια Σινική Θάλασσα υποστηριζόμενες από στρατιωτικές ενέργειες, για τις οποίες η Κίνα έχει καταδικαστεί από το Μόνιμο Διαιτητικό Δικαστήριο της Χάγης, κατόπιν προσφυγής των Φιλιππίνων.
Οι τακτικές της Κίνας παρουσιάζουν αναλογίες με την τουρκική στρατηγική στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, υπό το επεκτατικό δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας».
Ιδιαίτερη σημασία έχει το ζήτημα της Ταϊβάν, μιας de facto ανεξάρτητης και δημοκρατικά οργανωμένης πολιτείας, με ισχυρή άμυνα και συμμαχικές σχέσεις με τις ΗΠΑ, την οποία το Πεκίνο θεωρεί αποσχισθείσα επαρχία.
Ωστόσο, μια αποτυχημένη επιχείρηση κατά της Ταϊβάν θα μπορούσε να πλήξει καίρια τη νομιμοποίηση του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας στο εσωτερικό της χώρας, γεγονός που λειτουργεί υπέρ του status quo.
Η οικονομική σχέση ΗΠΑ – Κίνας παραμένει εξαιρετικά σημαντική για την παγκόσμια οικονομία. Ωστόσο, το έντονα άνισο εμπορικό ισοζύγιο υπέρ της Κίνας, η περιορισμένη πρόσβαση στην κινεζική αγορά για αμερικανικές και ευρωπαϊκές εταιρείες, καθώς και η συστηματική παραβίαση της πνευματικής ιδιοκτησίας (π.χ., τεχνολογική κατασκοπεία, αναγκαστική μεταφορά τεχνολογίας) τροφοδοτούν διαρκή ένταση.
Παράλληλα, oι κινεζικές εταιρείες επωφελούνται από κρατικές ενισχύσεις και προστατευτισμό. Ταυτόχρονα, η Κίνα επιδιώκει την τεχνολογική αυτονομία και αναβαθμίζει τη βιομηχανική της βάση, κλείνοντας το χάσμα σε τομείς όπως η τεχνητή νοημοσύνη.
Οι ΗΠΑ κατά την πρώτη θητεία του Ντόναλντ Τραμπ αναθεώρησαν το μοντέλο της άνευ όρων αλληλεξάρτησης και προσπάθησαν να αναπτύξουν στρατηγικές «αποσύνδεσης» (decoupling).
Ο εμπορικός πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας εντάσσεται σε αυτή τη λογική, ενώ μέτρα για τον περιορισμό του στρατηγικού πλεονεκτήματος του Πεκίνου έχει υιοθετήσει και η Ευρωπαϊκή Ενωση. Παραμένει, ωστόσο, αβέβαιη η προοπτική μιας ευρείας αποσύνδεσης λόγω του ιδιαίτερα αυξημένου κόστους για όλες τις πλευρές.
Πέραν των υλικών συμφερόντων, η αντιπαράθεση ΗΠΑ – Κίνας εκτείνεται και στο πεδίο των αξιών. Παρά τις αντιφάσεις και την ενίοτε υποκρισία της, η Δύση παραμένει προσανατολισμένη στις αρχές του κράτους δικαίου, της ελευθερίας της έκφρασης και της δημοκρατικής λογοδοσίας.
Αντιθέτως, το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα αντλεί νομιμοποίηση από τον εθνικισμό, ελέγχει τη Δικαιοσύνη, δεν λογοδοτεί στην κοινωνία και καταστέλλει κάθε μορφή αντιπολίτευσης.
Υπό την ηγεσία του Σι Τζινπίνγκ η κατάσταση έχει επιδεινωθεί: επιτήρηση και καταστολή της κοινωνίας των πολιτών, διώξεις και μαζικές φυλακίσεις μειονοτήτων, κατάργηση της αυτονομίας του Χονγκ Κονγκ και φυλακίσεις ακτιβιστών. Αυτά και πολλά άλλα παραδείγματα τεκμηριώνουν την αξιακή ασυμβατότητα του κινεζικού κομμουνιστικού μοντέλου με τη δυτική δημοκρατία.
Μέχρι πρόσφατα η Κίνα θεωρούνταν μια ιστορική εξαίρεση, ένα αυταρχικό καθεστώς που, όπως πίστευαν πολλοί στη Δύση, αργά ή γρήγορα θα οδηγούνταν στη δημοκρατία ως φυσικό επακόλουθο της οικονομικής της ανάπτυξης.
Ωστόσο, η σημερινή πραγματικότητα διαψεύδει αυτή την υπόθεση: το Πεκίνο προβάλλει πλέον το πολιτικό του μοντέλο ως πρότυπο με παγκόσμια εμβέλεια, παρουσιάζοντάς το ακόμα και ως βιώσιμη εναλλακτική στο δυτικό φιλελεύθερο υπόδειγμα, ιδιαίτερα προς τον λεγόμενο Παγκόσμιο Νότο.
Η μεγάλη αναπτυξιακή βοήθεια και οι επενδύσεις που διοχετεύει η Κίνα στην Ασία, την Αφρική και τη Λατινική Αμερική εντάσσονται στη στρατηγική της να εδραιώσει την επιρροή της και να ηγηθεί μιας άλλου τύπου παγκοσμιοποίησης.
Η αντιπαράθεση ΗΠΑ – Κίνας δεν θα οδηγήσει απαραίτητα σε μια ανοιχτή σύγκρουση. Η ανθεκτικότητα του status quo, η δομική αλληλεξάρτηση και η συνειδητοποίηση των κινδύνων ενδέχεται να οδηγήσουν σε μια νέα μορφή ειρήνης συνύπαρξης, μιας δι- ή πολυ-πολικής σταθερότητας, βασισμένης σε νέο καταμερισμό εργασίας και ισχύος.
Το ζητούμενο για τις ΗΠΑ και τη Δύση είναι η διατήρηση ενός διεθνούς συστήματος που θα αποτρέπει τον πόλεμο, θα ενισχύει την οικονομική ανάπτυξη, αλλά χωρίς να θυσιάζει τους δημοκρατικούς θεσμούς πάνω στους οποίους στηρίζονται οι κοινωνίες τους.
Ο κ. Κωνσταντίνος Τσιμώνης είναι επίκουρος καθηγητής Κινεζικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και το King College του Λονδίνου.
Η Ευρώπη χωρίς τον πιο σημαντικό της άλλο
Της Ρεβέκκα Γ. Παιδή
Οταν ο Ντόναλντ Τραμπ επέστρεψε στον Λευκό Οίκο, η ρήξη μεταξύ ΗΠΑ και ευρωπαίων συμμάχων ήταν μια πιθανότητα. Σήμερα είναι απτή πραγματικότητα που φέρνει την Ευρώπη σε δυσμενή θέση. Οι διατλαντικές σχέσεις έχουν βρεθεί και στο παρελθόν υπό πίεση.
Ο πόλεμος στο Ιράκ, η αποχώρηση από το Αφγανιστάν χωρίς προειδοποίηση, η στροφή των ΗΠΑ προς την Ασία και η υποβάθμιση της Ευρώπης υπήρξαν ορόσημα έντασης και αβεβαιότητας. Σήμερα, όμως, οι ευρωατλαντικές σχέσεις περνούν μία άνευ προηγουμένου κρίση σε ιδεολογικό, οικονομικό και διπλωματικό επίπεδο.
Πίσω από αυτή τη ρήξη βρίσκονται δύο διαφορετικές αντιλήψεις για τη φύση της ευρωατλαντικής σχέσης. Για τον πρόεδρο Τραμπ και τους υποστηρικτές του, πρόκειται για μια συναλλακτική σχέση: αν δεν αποφέρει μετρήσιμα, άμεσα οφέλη στις ΗΠΑ, είναι επιζήμια.
Οι Ευρωπαίοι, στην αντίληψή του, επωφελούνται εις βάρος των ΗΠΑ – και αυτό πρέπει να αλλάξει. Πρόκειται για μια λογική σχετικών κερδών. Αντίθετα, για τους Ευρωπαίους, η σχέση εδράζεται σε κοινά συμφέροντα και αξίες, σε ιστορική εμπιστοσύνη, στη συμμαχική εμπειρία του 20ού αιώνα και στη δέσμευση σε μια διεθνή τάξη βασισμένη σε κανόνες.
Είναι μια σχέση αμοιβαίου οφέλους, όχι συγκρίσιμων αποδόσεων – μια λογική απόλυτων κερδών που σήμερα μοιάζει αφελής. Σε αυτή τη βάση, πολλοί στην Ευρώπη συνεχίζουν να ελπίζουν πως η σημερινή περίοδος είναι μια προσωρινή παρέκκλιση.
Μοιάζουν με εκείνους σε έναν χωρισμό που κατηγορούν την άλλη πλευρά ότι άλλαξε, προβάλλουν ηθικά επιχειρήματα και αναμένουν ότι η άλλη πλευρά θα επανέλθει στην ορθή πορεία. Ομως αυτή η αναμονή μοιάζει όλο και περισσότερο αβάσιμη, αφελής και παθητική.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι Ευρωπαίοι αντιμετωπίζουν σειρά σύνθετων και διασυνδεδεμένων προκλήσεων.
Πρώτον, στον τομέα της ασφάλειας: η αμφισβήτηση της αξίας του ΝΑΤΟ και της αρχής της συλλογικής άμυνας υπονομεύει τη σταθερότητα και απαιτεί ρεαλιστική επανεξέταση των ευρωπαϊκών αμυντικών δυνατοτήτων.
Δεύτερον, στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής: κρίσιμες αποφάσεις που λαμβάνονται στην Ουάσιγκτον, από την Ουκρανία έως τη Μέση Ανατολή, θέτουν τους Ευρωπαίους ενώπιον τετελεσμένων γεγονότων, χωρίς διαβούλευση.
Τρίτον, οικονομικά: οι πολιτικές προστατευτισμού και οι δασμοί πλήττουν τον πυρήνα της οικονομικής της ισχύος.
Τέταρτον, θεσμικά: η προώθηση διμερών σχέσεων από την Ουάσιγκτον μπορεί να ενισχύσει φυγόκεντρες τάσεις εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Πέμπτον, ιδεολογικά: ο τραμπισμός και οι αντισυστημικές αφηγήσεις διαχέονται στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, υπονομεύοντας τις ευρωπαϊκές αξίες και τη δημοκρατία. Αυτές δεν είναι τεχνητές, αλλά υπαρξιακές προκλήσεις. Αφορούν την ίδια την ταυτότητα και υπόσταση της ΕΕ.
Το πρόβλημα, βεβαίως, δεν είναι μόνο η αμερικανική στάση. Είναι πρωτίστως η αδυναμία των Ευρωπαίων και δη της ΕΕ να ορίσει τον ρόλο της σε ένα περιβάλλον που αλλάζει. Η επιρροή της ΕΕ βασίστηκε σε μια τάξη πραγμάτων όπου η ίδια η φιλελεύθερη τάξη και η διατλαντική σχέση λειτουργούσαν ως πολλαπλασιαστές ισχύος.
Οσο αυτή η τάξη και η ευρωατλαντική σχέση αποδυναμώνονται, τόσο περιορίζεται το εκτόπισμα της Ευρώπης, ενώ ακόμη και οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις μοιάζουν αποπροσανατολισμένες και εσωστρεφείς.
Η ΕΕ καλείται να συνεχίσει χωρίς τον πιο σημαντικό της άλλο, και με το φυσικό της περιβάλλον υπό αποδόμηση. Το τέλος της διατλαντικής αφέλειας δεν είναι επιλογή, αλλά συνθήκη. Οι Ευρωπαίοι δεν μπορούν πλέον να ετεροκαθορίζονται, ούτε να τηρούν στάση αναμονής. Δεν αρκεί να σχολιάζουν αρνητικά, ηθικά ή υπεροπτικά τις αποφάσεις της Ουάσιγκτον.
Η στρατηγική αυτονομία χρειάζεται να πάψει να είναι σύνθημα και να γίνει πράξη. Η ενίσχυση της άμυνας, η αξιοποίηση της οικονομικής ισχύος και η υπεράσπιση των δημοκρατικών θεσμών αποτελούν θεμέλια για οποιαδήποτε σοβαρή ευρωπαϊκή στρατηγική. Την ίδια στιγμή, η Ενωση οφείλει να αναμετρηθεί με τις κοινωνικές συνθήκες που τρέφουν τον αντισυστημισμό: την ανασφάλεια, τη φτωχοποίηση, τις ανισότητες.
Η Ευρώπη δεν μπορεί πλέον απλώς να αντιδρά· πρέπει να δρομολογήσει: ουσιαστικές πρωτοβουλίες για την Ουκρανία, συνεκτική στρατηγική για τη Μέση Ανατολή και ενεργή δράση απέναντι σε ΗΠΑ, Ρωσία και Κίνα.
Οφείλει να κατανοήσει ότι η κανονιστική της ισχύ έχει νόημα όχι ως αυταξία, αλλά ως εργαλείο επιρροής στο εγγύς εξωτερικό, και ως τέτοια πρέπει να αξιοποιηθεί. Διαφορετικά, η Ενωση κινδυνεύει να διατηρεί το περίβλημα της Ενωσης χωρίς την ουσία της – ένας θεατής σε έναν κόσμο που αλλάζει χωρίς αυτήν.
Η κυρία Ρεβέκκα Γ. Παιδή είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.