Στη διάρκεια του 2022 εκφράστηκαν τάσεις που διαφαινόταν από το 2021 και νωρίτερα. Η αμερικανική αποχώρηση από το Αφγανιστάν τον Αύγουστο του 2021 είχε δώσει την αίσθηση μιας κατάρρευσης που – σε τελική ανάλυση – επιβεβαίωνε την θρυλούμενη επιλεκτική αποδέσμευση των ΗΠΑ από περιοχές που άλλοτε αποτελούσαν σημεία αναφοράς.

Ο Αμερικανός στρατηγός ΜακΚένζυ που είχε επιφορτιστεί με τον συντονισμό της αποχώρησης, δήλωσε λίγο μετά ότι επικρατούσε «βαθιά θλίψη σε σχέση με την αποχώρηση, διότι, παρόλο που απομακρύναμε 123.000 ανθρώπους στη διάρκεια μιας επιχείρησης αερομεταφοράς πολλών ημερών, δεν καταφέραμε να πάρουμε από το Αφγανιστάν όλους όσους έπρεπε. Έχουμε ανάμικτα συναισθήματα, βλέποντας τους Ταλιμπάν να ελέγχουν πλήρως τη χώρα». Είχε προσθέσει: «στο Αφγανιστάν τώρα υπάρχουν τουλάχιστον 2.000 σκληροπυρηνικοί Τζιχαντιστές. Ο αριθμός αυτός είναι αυξημένος σε σχέση με κάθε άλλη εκτίμηση το τελευταίο διάστημα».

Παράλληλα, οι εστίες σύγκρουσης στον πλανήτη έμεναν σταθερές στον αριθμό ή αυξάνονταν. Ανάμεσά τους, η ουκρανική κρίση φαινόταν σταδιακά να κλιμακώνεται συνεχώς, όπως γράψαμε εδώ από το 2018, τέσσερα χρόνια μετά την προσάρτηση της Κριμαίας και τέσσερα χρόνια πριν τη ρωσική εισβολή της οποίας όμως η παραδοσιακή, μαζική πολεμική διάσταση δεν μπορούσε να προβλεφθεί. Ένα «ιστορικό λάθος» του Πούτιν, όπως πολύ εύστοχα το χαρακτήρισε ο Μακρόν, αλλά ένα λάθος που αναφέρεται στον τρόπο, όχι τη στόχευση: οι επεκτατικές προθέσεις του Κρεμλίνου ως προς την Ουκρανία και οι κόκκινες γραμμές του ως προς το ΝΑΤΟ είχαν διαφανεί από το 2003-2004 με αφορμή τις πολιτικές αλλαγές στη Γεωργία και την Ουκρανία και είχαν πάντως αποτυπωθεί με σαφήνεια στη γνωστή ομιλία του Πούτιν στη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου του 2007.

Οι τάσεις της σύγκρουσης σε περιοχές που για διαφόρους λόγους – ο ενεργειακός σημαντικός ανάμεσά τους αλλά όχι μόνος – απασχολούν την οπτική γωνία της Δύσης ήταν έκδηλες από χρόνια. Βεβαίως, η ανά πάσα στιγμή υιοθέτηση της ματιάς της Δύσης μπορεί να είναι παραπλανητική. Αν παρακολουθήσουμε π.χ. το (κατά κανένα τρόπο «αντιδυτικό») International Crisis Group, τουλάχιστον δέκα (10) εστίες σημαντικών ένοπλων συγκρούσεων χρειάζονταν ιδιαίτερη προσοχή το 2022 και θα εξακολουθήσουν να μας απασχολούν και το 2023 από την Υεμένη μέχρι τη Μιανμάρ.

Όπως έχω εξηγήσει αναλυτικά, ο διπολισμός του πάλαι ποτέ Ψυχρού Πολέμου είναι απίθανο να αναστηθεί, παρά τα φαινόμενα και όσους τα αναπαράγουν (υποθέτοντας ίσως ότι συνιστούν από μόνα τους εξήγηση). Όπως έχω επισημάνει αναλυτικά με ποικίλες αφορμές στο παρελθόν, η δομή του διεθνούς συστήματος θα είναι – στο προβλεπτό μέλλον – βασικά πολυπολική και πολυκεντρική. Η στήριξη της Κίνας στη Ρωσία, σήμερα όπως και σε πολλές άλλες συγκυρίες στο πλαίσιο της αποκαλούμενης «China-Russia Comprehensive Strategic Partnership of Coordination», υπόκειται σε σοβαρές διακυμάνσεις και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις ξεχωριστές διαδράσεις της κάθε πλευράς με τις ΗΠΑ και τις άλλες δυτικές δυνάμεις.

Σε αντίθεση με τις δεκαετίες του Ψυχρού Πολέμου, το στοιχείο της παροδικότητας είναι σήμερα ιδιαίτερα σημαντικό σε πλανητικό επίπεδο. Βεβαίως, μια σύρραξη μπορεί να προκύψει και μέσα από τη συγκυριακή συρροή επιμέρους παραγόντων που δεν φαίνονται δομικά αναπόδραστοι σε μια δεδομένη στιγμή. Είναι σε αυτό το πλαίσιο ενδεικτική η εξαιρετικά διεισδυτική ματιά του Christopher Clark για τους παράγοντες που οδήγησαν στο αιματοκύλισμα της μεγάλης σύρραξης που σήμερα αποκαλούμε Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Όμως ένας μεγάλος πόλεμος δεν είναι σήμερα εξαιρετικά πιθανός. Αντίθετα, πολλοί μικρότεροι πόλεμοι είναι πιθανοί. Διότι το μακράν πιθανότερο σενάριο για το προβλεπτό μέλλον είναι ο ρευστός πολυκεντρισμός.

Λίγοι πόλοι, πολλά κέντρα

 

Οι ιστορικές συγκρίσεις είναι συχνά παρακινδυνευμένες και αποδεικνύονται επιφανειακές. Οι οικονομικές αλληλεξαρτήσεις και αλληλοδιεισδύσεις μεταξύ Κίνας και δυτικών δυνάμεων παραμένουν σήμερα πυκνές και πολυεπίπεδες, παρά τη ρητορική του “decoupling”. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στις σχέσεις Κίνας – ΗΠΑ, παρά τα πλήγματα της περιόδου από τον Τραμπ μέχρι σήμερα. Κάποιοι αφήνονται να παρασυρθούν από την σκοτεινή γοητεία της σύγκρισης με τον μεσοπόλεμο, αλλά το τοπίο σήμερα είναι εντελώς διαφορετικό και από πολλές πλευρές εντελώς πρωτόγνωρο. Οι «αντίπαλοι» σήμερα δεν είναι ούτε οικονομικά εσωστρεφείς και απομονωμένοι (όπως ήταν η Γερμανία του Χίτλερ) ούτε – αυτή τη στιγμή – έκδηλα αναθεωρητικοί. Η Κίνα αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες εξαγωγικές οικονομίες παγκοσμίως. Ο αναλυτής με αφετηρία αφενός τις σχέσεις ισχύος και τις εξελισσόμενες στρατηγικές, αφετέρου το υπόβαθρο της πολιτικής οικονομίας που είναι σήμερα νέο και σε ορισμένα επίπεδα πρωτόγνωρο, οφείλει να διαγνώσει τάσεις και να διατυπώσει σενάρια αποφεύγοντας τα εύκολα συμπεράσματα.

Θεωρώ ότι το διεθνές σύστημα που αναδύεται είναι πολυπολικό και πολυκεντρικό. Ακριβέστερα, είναι ένα σύστημα που θα απαρτίζεται από λίγους (αλλά κατά κανένα τρόπο δυο) πόλους και πολλά κέντρα. Η ρευστότητα του συστήματος οδηγεί σε μετακινήσεις και μετατοπίσεις που αντανακλούν επιμέρους πεδία συμφερόντων περισσότερο από μακροχρόνιες ιστορικές συμμαχίες. Οι τελευταίες είναι φυσικά σημαντικές (π.χ., η σχέση της Βρετανίας με την Πορτογαλία, της Γερμανίας με την Τουρκία, της Γαλλίας με την Ελλάδα) αλλά καθίστανται σχετικά σπανιότερες και ενίοτε περισσότερο ευάλωτες σε διακυμάνσεις. Παράλληλα, ορισμένα ειδικότερα πεδία όπως η κυβερνοασφάλεια επιτείνουν τη σημασία των πολλαπλών κέντρων και της κινητικότητας μεταξύ των οντοτήτων που παροδικά συνθέτουν τους διαφορετικούς πόλους.

Βασικές τάσεις που διαμορφώνονται είναι οι εξής: (α) παρά τα φαινόμενα, η Δύση είναι ολοένα και λιγότερο σε θέση να καθορίσει την ατζέντα παγκοσμίως σε έναν αναδυόμενο πολυκεντρικό κόσμο, (β) συγκλίσεις και συμμαχίες καθίστανται περισσότερο εύπλαστες και εξαρτώμενες από επιμέρους θεματικές και πεδία συμφερόντων και (γ) σε περιπτώσεις συγκρούσεων, τόσο οι σύμμαχοι όσο και οι αντίπαλοι σέβονται κυρίως τη σκληρή ισχύ και την ετοιμότητα αυτή να χρησιμοποιηθεί όταν απειλούνται ζωτικά εθνικά συμφέροντα.

Οι συνεννοήσεις στο εσωτερικό των συμμαχιών ή ενώσεων (όπως η ΕΕ) μπορεί να αναθέτουν στους ενωσιακούς θεσμούς τη διατήρηση ή/και περαιτέρω διερεύνηση πολιτικών που (ίσως παροδικά) δεν ευνοούνται από τις εθνικές στρατηγικές. Έτσι π.χ., η συμφωνία με το Ιράν το 2015, η JCPOA (Joint Comprehensive Plan of Action), υπογράφτηκε και από τις τρεις ευρωπαϊκές δυνάμεις (Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία) οι οποίες στη συνέχεια, επί προεδρίας Τραμπ (Ιανουάριο 2017 μέχρι Ιανουάριο 2021) διατήρησαν μια αρκετά διακριτή προσέγγιση η οποία όμως αργότερα – αυτή όπως άλλες διακριτές ευρωπαϊκές προσεγγίσεις στις διεθνείς υποθέσεις – κατέστη δυσκολότερη μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Οι θεσμοί της ΕΕ κάλυψαν εν μέρει τη διακριτή προσέγγιση, θεωρώντας μέχρι σήμερα ότι μια επάνοδος στη συμφωνία ή μια νέα εκδοχή της είναι επιβεβλημένη.

Η κρίσιμη ρωσο-ουκρανική σύγκρουση θα παραμείνει με τη μια ή την άλλη μορφή σημαντική πηγή εντάσεων στα επόμενα χρόνια. Μια ευρέως αποδεκτή διπλωματική λύση δεν φαίνεται άμεσα πιθανή καθώς και η Μόσχα και το Κίεβο επιμένουν σε όρους που η αντίπαλη πλευρά είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποδεχθεί. Όμως ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος δεν μπορεί να συντηρηθεί (ακόμη και από τους δρώντες που το επιθυμούν) επ΄ άπειρο.

Αν αφήσουμε προς το παρόν στην άκρη το ενδεχόμενο μιας γενικότερης ανάφλεξης, μια πιθανότητα είναι η συνέχιση της ρωσο-ουκρανικής σύγκρουσης μέσω μιας δια συμβιβασμού ειρήνης. Η Κριμαία παραμένει στην Ρωσία, για το Ντονμπάς εξετάζεται μια παραλλαγή των συμφωνιών του Μινσκ που δεν εφαρμόστηκαν και οι δυο αντίπαλοι εξακολουθούν να μπορούν να παρουσιάσουν την (προσωρινή) έκβαση ακριβώς όπως θεωρούν ότι τη χρειάζονται: εν μέρει δικαίωση των θυσιών, εν μέρει διαιώνιση μιας αδικίας που θα αρθεί σε ένα μελλοντικό χρονικό σημείο.

Ανάλογα με τις προσλαμβανόμενες διαστάσεις του συμβιβασμού και την προσχηματικότητα της αποδοχής του, η δια συμβιβασμού ειρήνη ενδέχεται να αποδειχθεί μια κατ’ επίφαση ειρήνη. Με τους αντιπάλους να εξετάζουν τις συνθήκες και να προετοιμάζουν τις δυνάμεις τους για την κατάλληλη ευκαιρία. Αντίθετα, όπως έχουμε αναλύσει από χρόνια, η βιώσιμη ειρήνη αντανακλά μια πλειάδα συνθηκών που εγγυώνται μια σημαντική πιθανότητα διαιώνισης της ειρηνικής συνύπαρξης.

Ζην επικινδύνως το 2023

Σε έναν τέτοιο κόσμο, οι πληροφορίες και η σωστή ανάλυσή τους μπορεί να είναι παράγοντες όχι απλά σημαντικοί αλλά κρίσιμοι για την επιβίωση. Είναι π.χ. εντελώς απαραίτητο να γίνει κατανοητό το ευρύτερο πλαίσιο στο οποίο αναφερθήκαμε και εντός του οποίου εξελίσσονται οι σύνθετες σχέσεις Δύσης – Τουρκίας και διαγράφονται τα σενάρια για την Ανατολική Μεσόγειο.

Σε αυτό το ρευστό και υπό διαμόρφωση πλαίσιο, η Τουρκία – όπως επισημαίνουμε συνεχώς – επιχειρεί να αυξήσει τη στρατηγική αυτονομία της απομακρυνόμενη σταδιακά από τη Δύση. Πρέπει να είναι σαφές ότι οι κίνδυνοι της κατ’ επίφαση ειρήνης είναι απολύτως υπαρκτοί και στην περίπτωση της ελληνο-τουρκικής σύγκρουσης. Η ανεκδιήγητη (και επικίνδυνα επιπόλαιη) επικέντρωση στα «δήθεν μαθήματα» που υποτίθεται ότι θα λάμβανε η Τουρκία από την υποτιθέμενη «τιμωρία» του αναθεωρητισμού στην ρωσική ενσάρκωση του, θα ήταν καλό να παραχωρήσει, επιτέλους, τη θέση της στον πραγματικό προβληματισμό για τις δύσκολες προϋποθέσεις της βιώσιμης ειρήνης στο νέο διεθνές περιβάλλον.

*Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στη London School of Economics, κοσμήτορας και αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης και κάτοχος της Έδρας Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στη Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ.

What's your reaction?
0Cool0Upset0Love0Lol

Add Comment

to top