Ινώ Αφεντούλη (*)
Είναι η Τουρκία σε σταυροδρόμι; Υπάρχει κίνδυνος αποσκίρτησης από τη «Δύση»; Αλλά σήμερα που η έννοια της Δύσης αμφισβητείται από τον πρωταγωνιστή της, τις ΗΠΑ, γιατί η Τουρκία θα πρέπει να διαλέξει στρατόπεδο; Η νέα διεθνής «αμφιθυμία» την ευνοεί.
«Εμείς μπορούμε να σας ανοίξουμε μια αγορά δύο δισεκατομμυρίων». Η φράση ειπώθηκε από τον Ταγίπ Ερντογάν στη διάρκεια της κοινής συνέντευξης τύπου με την πρωθυπουργό της Ιταλίας Τζόρτζια Μελόνι πριν μερικές εβδομάδες. Είναι η πεμπτουσία του αφηγήματος που προβάλλει ο ηγέτης της Τουρκίας και έχει δύο όψεις: η μία είναι οικονομική – μεγάλη αγορά αλλά και μεγάλη εξαγωγική δύναμη- η άλλη γεωπολιτική, εμείς εξασφαλίζουμε τη σταθερότητα σε μια μεγάλη περιοχή. Με άλλα λόγια, καθαρίζουμε πριν από σας για σας.
Ωστόσο, επειδή πρόκειται για αφήγημα δεν σημαίνει ότι είναι και αληθινό 100%. Η ομάδα Ερντογάν κατάφερε να το χτίσει πολύ συστηματικά στα είκοσι χρόνια που κυβερνά την Τουρκία γιατί ήθελε και σε μεγάλο βαθμό το έχει καταφέρει να επιβάλει την ιδεολογία της καταρχάς στο εσωτερικό και στη συνέχεια να την εκπέμψει στο εξωτερικό. Χρησιμοποίησε για τους λόγους αυτούς πολύ δημιουργικά όλα τα σύγχρονα επικοινωνιακά εργαλεία. Ο επικεφαλής της ομάδας επικοινωνίας του Ερντογάν, Αλτούν, είναι ένα από τα πιο ισχυρά πρόσωπα του συστήματος εξουσίας. Αλλά αυτό που πρέπει να γίνει αντιληπτό είναι ότι δεν αναπτύχθηκε απλώς ένα επικοινωνιακό αφήγημα αξιοποιώντας την τεχνολογία. Δημιουργήθηκε ένα αφήγημα με υλικά γνήσια όπως ο εθνικισμός και ο ισλαμισμός που απηχούσε μια μεγάλη μερίδα της κοινωνίας, πλειοψηφική όπως έχουν επιβεβαιώσει τα αποτελέσματα όλων των εκλογών της εικοσαετίας Ερντογάν που δεν έχουν αμφισβητηθεί από την αντιπολίτευση.
Το πρώτο λοιπόν στοιχείο που πρέπει να συγκρατήσουμε είναι ότι ο Ερντογάν ήταν και εξακολουθεί να είναι φορέας ιδεολογίας. Και μάλιστα μιας ιδεολογίας που έχει σχεδόν αποκλειστικά τη δική του σφραγίδα καθώς με όχημα ένα θρησκευτικό ρεύμα, το ισλαμικό, που υπήρχε στην Τουρκία διωκόμενο και περιθωριοποιημένο, δημιούργησε ένα κίνημα με διακριτά χαρακτηριστικά από το κυρίαρχο τότε κεμαλικό. Στην αφετηρία του, το κόμμα του είχε και άλλους συντελεστές και η επιρροή του κινήματος Γκιουλέν ήταν καθοριστική. Τους περιθωριοποίησε όλους με μακιαβελικό τρόπο αλλά το κατάφερε γιατί τελικά το ΑΚΡ είναι δικό του δημιούργημα.
Κατά μία έννοια αυτή η γνησιότητα έκφρασης ενός ισχυρού ρεύματος είναι ίσως το συνδετικό στοιχείο Τραμπ και Ερντογάν και ερμηνεύει τη χημεία μεταξύ τους. Και οι δύο έχουν το χάρισμα να συλλαμβάνουν υπόγεια ρεύματα και να τους δίνουν πολιτική έκφραση. Στη σύγκριση αυτή επίσης ο Ερντογάν έχει πολύ ισχυρότερα ηγετικά χαρακτηριστικά καθώς ούτε την περιουσία του Τραμπ διέθετε όταν μπήκε στην πολιτική ούτε ένα μεγάλο κόμμα, όπως το Ρεπουμπλικανικό, είχε για να διεκδικήσει την εξουσία. Είχε όμως την πίστη, ως βαθειά θρησκευόμενος, να κάνει την Τουρκία «μεγάλη ξανά» συγκρουόμενος με το κεμαλικό κατεστημένο.
Το μέγα ερώτημα σήμερα είναι αν για τον Ερντογάν και το σύστημα εξουσίας που δημιούργησε έχει ξεκινήσει η αντίστροφη μέτρηση, αν δηλαδή, όπως συμβαίνει σε όλα τα συστήματα εξουσίας, θα υπάρξει μετά την άνοδο και η πτώση. Η απάντηση θα ήταν προφανής αν είχαμε να κάνουμε με ένα δημοκρατικό σύστημα εξουσίας. Στη Γερμανία, η Ανγκελα Μέρκελ κυβέρνησε δεκαέξι χρόνια και σήμερα ψωνίζει μόνη της στο σουπερμάρκετ, κάτι που έκανε και ως καγκελάριος, και απολαμβάνει το εξοχικό της κάπου στη Βόρεια Θάλασσα. Μπορούμε να φαντασθούμε κάτι αντίστοιχο για τον Ερντογάν το 2028 που λήγει η θητεία του; Η απάντηση στο ερώτημα είναι σχεδόν αδύνατη – θα μπορούσαμε να το θεωρήσουμε και εντελώς ρητορικό- αλλά ας το επιχειρήσουμε με βάση κυρίως τις εκτιμήσεις καλών Τούρκων αναλυτών, οι περισσότεροι των οποίων έχουν δυστυχώς αναγκασθεί να ζούν εκτός Τουρκίας.
Το γεγονός που πυροδότησε αυτή τη συζήτηση ήταν η σύλληψη Ιμάμογλου και οι αντιδράσεις που προκάλεσε στο εσωτερικό της Τουρκίας με διαδηλώσεις μαζικές που η χώρα είχε να δει από το 2013 με τα γεγονότα του πάρκου Γκεζί. Συμφωνούν οι περισσότεροι ότι τα φετινά γεγονότα είναι σαφώς σημαντικότερα και μαζικότερα εκείνων.
Γιατί;Διότι η δίωξη του βασικού πολιτικού του αντιπάλου φέρνει στο προσκήνιο το φόβο που οι αντίπαλοι του Ερντογάν είχαν αλλά δεν τολμούσαν να εκφράσουν, την ισοβιότητα της εξουσίας του. Ο ίδιος μέχρι σήμερα είχε σεβαστεί τον χρυσό κανόνα της εκλογικής διαδικασίας. Κέρδιζε με ένα ποσοστό λίγο πάνω από 50%. Η αντιπολίτευση έφτασε το 2023 πολύ κοντά στη νίκη και αν ο Ιμάμογλου ήταν υποψήφιος θα μπορούσε να είχε κερδίσει την προεδρία όπως άλλωστε κέρδισε ένα χρόνο μετά με μεγάλη άνεση την Κωνσταντινούπολη.Η Τουρκία, λένε οι περισσότεροι αναλυτές, μπορεί να μην ήταν δημοκρατία δυτικού τύπου αλλά διαχρονικά οι πολιτικοί της ηγέτες είχαν σεβαστεί την εναλλαγή στην εξουσία μέσω εκλογών. Οι Τούρκοι λατρεύουν τις εκλογές, πιστεύουν στη διαδικασία, προσέρχονται μαζικά και θεωρούν ότι είναι ιερό τους δικαίωμα να ψηφίζουν. Ας σημειώσουμε ότι η Τουρκία έχει τον ρεπουμπλικανισμό ως κύριο χαρακτηριστικό του πολιτικού της συστήματος, συνταγματικά είναι «republic» όχι «δημοκρατία». Αν ο Ερντογάν επιχειρήσει να ανατρέψει αυτή την παράδοση θα βγουν στους δρόμους περισσότεροι από τα 15 εκατομμύρια που χωρίς να είναι μέλη του CHP πήγαν να ψηφίσουν τον Ιμάμογλου ως υποψήφιό του για τις επόμενες προεδρικές εκλογές; Όπως έγραψε ο Selim Koru (https://kulturkampftr.substack.com/), «όλοι αυτοί επιθυμούν μια μετα-Ερντογάν Τουρκία για την οποία να μπορούν να αισθάνονται περήφανοι. Το καθεστώς δεν μάχεται πλέον ένα κόμμα ή μια μικρή ομάδα. Μάχονται μια ηθική δύναμη που είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ αυτά.»
Πρόσφατες δημοσκοπήσεις επιβεβαιώνουν αυτή την εκτίμηση: μόνο 21.5% θεωρούν ότι η σύλληψη Ιμάμογλου βασίζεται σε νόμιμους λόγους, 50.8% των ερωτηθέντων τον υποστηρίζουν και 27.7% είναι αναποφάσιστοι σύμφωνα με έρευνα της εταιρείας Özdemir Research που διεξάχθηκε μεταξύ 8-13 Απριλίου σε δείγμα 2,025 ατόμων. [https://www.turkishminute.com/2025/04/28/only-21-percent-of-turks-believe-istanbul-mayors-arrest-was-justified-poll/]
Η ανάλυση των διαδηλώσεων είναι σύνθετη και η κοινωνιολογική τους έκφραση δεν είναι μονοχρωματική. Σ’ αυτές συμμετείχε ένα κοινωνικό μωσαϊκό. Ξεκίνησαν από φοιτητές καλών πανεπιστημίων που χαρακτηρίζονται αριστεροί, αλλά η μαζικότητά τους οφείλεται, όπως κάποιες έρευνες αναδεικνύουν, σε δυνάμεις συντηρητικές, σε οπαδούς ενός κινήματος που θέλει να επαναφέρει τον «καθαρό τουρκισμό» στο κέντρο της πολιτικής αντιδρώντας στη διαφθορά του σημερινού συστήματος εξουσίας. Πρόκειται για τα επαναστατημένα παιδιά συντηρητικών οικογενειών, όπως έλεγε ένα από τα κύρια συνθήματα των διαδηλώσεων. Σήμερα ο νεανικός πληθυσμός της Τουρκίας αγγίζει τα 20 εκατομμύρια. Περισσότεροι από επτά εκατομμύρια είναι φοιτητές. Επίσης, οι μετρήσεις δείχνουν μεγάλη δυσαρέσκεια της πλειοψηφίας της κοινής γνώμης λόγω οικονομικής κρίσης. Υπάρχουν λοιπόν οι προϋποθέσεις για κοινωνική αντίδραση και έχει ενδιαφέρον ότι οι διαδηλώσεις που ξέσπασαν μετά τη σύλληψη του Ιμάμογλου ήταν πρωτοβουλία ομάδων φοιτητών και όχι της αντιπολίτευσης που στη συνέχεια τις υιοθέτησε σύμφωνα με την πολύ καλή ανάλυση του Huseyin Rasit Yilmaz (https://www.toplum.org.tr/en/the-differences-of-sarachane-from-gezi/).
Ο Ερντογάν, όπως έχει δείξει πολλές φορές στο παρελθόν, ξέρει να διαβάζει την κοινή γνώμη και θα φανεί από τις επόμενες κινήσεις του αν πήρε το μήνυμα των διαδηλώσεων ή αν πλέον είναι αποκομμένος από το κοινό αίσθημα. Πάντως, όσο και αν αυτό φαίνεται οξύμωρο, η καταστολή των κινητοποιήσεων δεν είχε χαρακτηριστικά ακραίας βιαιότητας, όπως είχε συμβεί το 2013 στο Γκεζί. Αν αυτό το κίνημα καταφέρει να εξελιχθεί σε ένα μαζικό αντι-καθεστωτικό μέτωπο μένει να αποδειχθεί. Το κόμμα του Ιμάμογλου, το CHP, φαίνεται να προκρίνει τη θεσμική αντιπολίτευση. Μπορεί να ξεπεραστεί από το ρεύμα που όπως αναφέραμε βρίσκεται πιο δεξιά του; Η αντίθετα, θα μπορέσει να λειτουργήσει ως πόλος ενωτικός της αντιπολίτευσης; Δύο στοιχεία πρέπει να συγκρατήσουμε:
Πρώτον, ποια στάση θα τηρήσουν οι Κούρδοι. Η υπόσχεση αποφυλάκισης του Οτσαλάν δημιουργεί προσδοκίες που εμποδίζουν τη σύγκλιση με το CHP.
Δεύτερον, αν αυτό το κίνημα νέων «τουρκιστών-εθνικιστών» έχει μεγαλύτερο δυναμισμό, ίσως αναδειχθεί σε δύναμη καθοριστική για την μετά-ΑΚΡ εποχή.
Αλλά αυτή θα υπάρξει; Είναι ο μεγαλύτερος φόβος των φιλελεύθερων Τούρκων αναλυτών, όπως για παράδειγμα η Gonul Tol, που έγραψε ένα άρθρο στο Foreign Affairs που συζητήθηκε πολύ [https://www.foreignaffairs.com/turkey/turkey-now-full-blown-autocracy-erdogan-imamoglu]. Με δεδομένο ότι θα ήταν πολύ απίθανο ο Ιμάμογλου να απελευθερωθεί, καθώς είναι ο μόνος που θα μπορούσε να ανατρέψει τη σημερινή μονοκρατορία, μια πιθανή εξέλιξη θα ήταν να επιχειρηθεί από τον Ερντογάν η ανάδειξη μιας ελεγχόμενης αντιπολίτευσης. Να εξελιχθεί δηλαδή σταδιακά το καθεστώς σε κάτι ανάλογο του Πούτιν. Είναι ένα σενάριο που δεν μπορεί να αποκλεισθεί αν ο ηγετικός πυρήνας της Τουρκίας πιστεύει ότι η απώλεια της εξουσίας είναι θανάσιμος κίνδυνος για τους ανθρώπους του. Η προοπτική αυτή έρχεται σε αντίθεση με την παράδοση της τουρκικής πολιτικής κουλτούρας που αν και ατελής δημοκρατία διατηρούσε τον κανόνα της εναλλαγής στην εξουσία. Αλλά σ’ έναν κόσμο που αλλάζει, ποιος θα μπορούσε να την αποκλείσει;
Το ρεύμα που διαμορφώνεται και τείνει να γίνει πλειοψηφικό αντιδρά στην προοπτική ενός απόλυτα αυταρχικού καθεστώτος. Θα μπορούσε να ανατρέψει αυτό το ενδεχόμενο; Θα εξαρτηθεί από τη συνοχή του, την ηγεσία του και φυσικά την πίεση που θα δεχθεί από τους κυβερνώντες και αν θα υποκύψει σ’ αυτή.
Το εξωτερικό περιβάλλον
Θα βοηθούσε σίγουρα μια στάση πιο ενισχυτική των δημοκρατικών πολιτικών δυνάμεων της Τουρκίας από την Ευρωπαϊκή Ενωση οι χώρες αλλά και τα θεσμικά όργανα της οποίας μέχρι σήμερα σφυρίζουν αδιάφορα για αυτή την κατάπτυστη εξέλιξη όπως είναι η προφυλάκιση ενός εκλεγμένου πολιτικού αντιπάλου χωρίς ισχυρή νομική βάση. Γιατί δεν αντιδρούν Ουάσιγκτον και Βρυξέλλες; Για την αμερικανική ηγεσία αυτό δεν είναι καν θέμα. Η δήλωση θαυμασμού του Τραμπ για τον Ερντογάν παρουσία μάλιστα του πιο κοντινού του πολιτικού ηγέτη, του Νετανιάχου, μιλάει από μόνη της. Αλλωστε, αν το αμερικανικό θεσμικό σύστημα δεν είχε την ανθεκτικότητα που ας ελπίσουμε να διατηρηθεί, ο Τραμπ δεν θα είχε πρόβλημα να μιμηθεί τον Ερντογάν για να μονοπωλήσει την εξουσία. Αλλά η Ευρώπη; Η γεωγραφική και πολιτική επικράτεια με την υποτιθέμενη μεγαλύτερη ευαισθησία στους κανόνες της δημοκρατίας;
Πέραν της τετριμμένης ανάλυσης περί του ρόλου της Τουρκίας ως γέφυρας Ανατολής-Δύσης, ένα αφήγημα που καλλιεργείται πρωτίστως από την ίδια, η Ευρωπαϊκή Ενωση τρέμει, κατά τη γνώμη μας, στην ιδέα της ευρύτερης αποσταθεροποίησης. Η Ουκρανία ήταν μεγάλο σοκ για τις ευρωπαϊκές χώρες και η προοπτική μιας χαίνουσας πληγής διαρκείας στα σύνορά τους τρομάζει ακόμη περισσότερο. Και αυτό θα συμβεί από τη στιγμή που μόνο κακή προδιαγράφεται η λύση για την Ουκρανία. Η ΕΕ έχει μπροστά της δύο μείζονα στρατηγικά διλήμματα: έστω ότι σταθεροποιείται η κατάσταση στην Ουκρανία. Ποιο θα είναι το επόμενο στάδιο; Της έχει δώσει, να θυμίσουμε, καθεστώς ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Θα προχωρήσουν; Θα γίνει η Ουκρανία μέλος της ΕΕ μέσα στην επόμενη δεκαετία έστω και με de facto απώλεια εδαφών; Υπάρχουν, να μην το ξεχνάμε, δύο προηγούμενα: Γερμανία και Κύπρος. Αρα, αν η πλειοψηφία των χωρών της ΕΕ το αποφασίσει, η Ουκρανία μπορεί να γίνει μέλος. Αλλά αν αυτό συμβεί, ποια θα είναι η αντίδραση της Ρωσίας; Αυτό είναι το έτερο στρατηγικό δίλημμα: η ΕΕ θα έχει σύγκρουση διαρκείας με τη Ρωσία; Αυτό το σκοπό θα εξυπηρετήσει η ευρωπαϊκή άμυνα;
Επειδή αυτά τα ερωτήματα δεν έχουν εύκολη απάντηση, η δημιουργία ενός άλλου μεγάλου μετώπου, και τέτοιο θα ήταν η αποσταθεροποίηση της Τουρκίας, είναι «κόκκινη γραμμή» για την ΕΕ. Αυτό εξηγεί τη διάθεση προσεταιρισμού της στα σχέδια ανάπτυξης της ευρωπαϊκής αμυντικής αυτονομίας πέραν και της πρακτικής διάστασης ότι η Τουρκία μπορεί να προσφέρει έτοιμο πολεμικό υλικό αν χρειαστεί. Επιπλέον, η πλειοψηφία των χωρών-μελών θα επιθυμούσε η Αγκυρα να είναι πιο κοντά στις Βρυξέλες παρά στη Μόσχα. Αλλά ως προς αυτό λογαριάζουν χωρίς τον ξενοδόχο: ο Ερντογάν θα παίζει με όποιον τον συμφέρει.
Σ ’αυτό το σκηνικό Ελλάδα και Κύπρος δεν μπορούν να στρέφουν αλλού το βλέμμα. Επιβάλλεται να αναπτύξουν μια στρατηγική που να αποφέρει αποτελέσματα. Υπάρχει ένα παράθυρο ευκαιρίας: αν η Τουρκία επιθυμεί να παίξει ρόλο ως εταίρος στην αμυντική διάσταση της ΕΕ, θα πρέπει η συμπεριφορά της προς τις χώρες-μέλη να προσαρμοσθεί στους κανόνες της. Συνέβη αυτό και το 1999 με την απόφαση σταθμό που δρομολόγησε τότε η κυβέρνηση Σημίτη στο Ελσίνκι. Η επόμενη κυβέρνηση Καραμανλή την τορπίλισε. Χάθηκαν 25 χρόνια, ένα τέταρτο αιώνα. Η Κύπρος έγινε χώρα μέλος της ΕΕ, απολαμβάνοντας τα προνόμια, και οι ηγεσίες της θεώρησαν ότι ο χρόνος θα σταματήσει. Κέρδισε κάτι; Η προοπτική ευνοϊκής λύσης στο Κυπριακό επιδεινώθηκε. Εφτασε λοιπόν η ώρα της αλήθειας, έντιμος συμβιβασμός ή ήττα κατά κράτος στο βωμό του πολιτικού κόστους;
Αν Αθήνα και Λευκωσία δεν παίξουν στρατηγικά και περιθωριοποιηθούν εντός ΕΕ σ’ ένα μείζον ζήτημα όπως η ευρωπαϊκή άμυνα, που μπορούν να βασιστούν; Η μόνη χώρα που ενδεχομένως θα μπορούσε να μας υποστηρίξει αμυντικά θα ήταν το Ισραήλ. Είμαστε βέβαιοι ότι θα το κάνει ή θα προτιμήσει την επιδίωξη ισορροπίας με την Τουρκία προς όφελος των συμφερόντων του στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο;
Η ρεαλιστική πρόβλεψη είναι ότι κάποια στιγμή το ζήτημα της Γάζας θα κλείσει. Και αυτό με κακή λύση για τους Παλαιστίνιους. Θα διαμορφωθεί κατά πάσα πιθανότητα μια μετα-πολεμική κατάσταση με τη στήριξη των χωρών του Κόλπου και των ΗΠΑ που θα επιδιώξουν μια μεγάλη περιφερειακή συμφωνία που θα περιλαμβάνει και την αναγνώριση του Ισραήλ από τη Σαουδική Αραβία, επέκταση δηλαδή των συμφωνιών του Αβραάμ. Δεν θα έχει η αμερικανική πλευρά διάθεση να αξιοποιηθούν τα ενεργειακά αποθέματα της Ανατολικής Μεσογείου με βάση το δόγμα Τραμπ «drill baby, drill»? Θα γίνει αυτό με αποκλεισμό της Τουρκίας;
Η κατακλείδα της επιχειρηματολογίας μας είναι ότι η Τουρκία που είναι αναθεωρητική δύναμη αντιμετωπίζεται καλύτερα μέσα σ’ ένα περιβάλλον δεσμευτικό από κανόνες πολυμερείς και όχι στο διμερές πλαίσιο. Και η λύση των διμερών μας διαφορών θα είναι καλύτερη αν υποστηριχθεί από μια πολυεθνική σύγκλιση συμφερόντων. Και αυτή μεσο-μακροπρόθεσμα συνδέεται με τους σχεδιασμούς τόσο για την επόμενη μέρα στη Μέση Ανατολή όσο και στη Μεσόγειο.
(*) Η Ινώ Αφεντούλη είναι Εκτελεστική Διευθύντρια του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.