Γεγονότα όπως η συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν στο πλαίσιο της ετήσιας γενικής συνέλευσης του ΟΗΕ σπάνια συνιστούν σταθμούς στην εξέλιξη των σχέσεων. Η επικοινωνιακή καταιγίδα και τα σχόλια που τα συνοδεύουν συνήθως οφείλονται σε πολιτικές στοχεύσεις, εσωτερικές και εξωτερικές.

Από την άλλη πλευρά, τέτοια γεγονότα μπορεί να αποτελέσουν χρήσιμες αφορμές για ανασκόπηση και επανεκτίμηση των σχέσεων, του παρόντος και των πιθανών σεναρίων για το μέλλον τους.

Χαρακτηριστικές είναι και άλλες αντίστοιχες κινήσεις του Ερντογάν, όπως η συνάντηση με τον Νετανιάχου, επίσης στο περιθώριο της γενικής συνέλευσης του ΟΗΕ. Κατ’ ελάχιστο, οι σχέσεις Ισραήλ – Τουρκίας φαίνεται να εισέρχονται, προσεκτικά, σε μια φάση ομαλότητας. Πληθωρικός στις δηλώσεις όπως πάντα, ο Ερντογάν ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι η Τουρκία θα προχωρήσει από κοινού με το Ισραήλ σε έρευνες για υδρογονάνθρακες στην Ανατολική Μεσόγειο. Θα το δούμε.

Η Τουρκία του Ερντογάν επιθυμεί να δείξει ότι, ενώ παραμένει προνομιακός συνομιλητής του Κρεμλίνου, δεν αποτελεί ταραχοποιό στοιχείο στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ ούτε έχει αποφασίσει να προχωρήσει στην μεγάλη ρήξη με τη Δύση. Την οποία προφανώς χρειάζεται (ακόμη) για εξοπλιστικούς και οικονομικούς λόγους αλλά και για την εξασφάλιση των απαραίτητων ισορροπιών με τις εναπομείνασες φιλοδυτικές δυνάμεις στο εσωτερικό της Τουρκίας.

Σε αυτό το πλαίσιο, θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι (α) οι σχέσεις Τουρκίας – Ισραήλ και οι σχέσεις Τουρκίας – Ελλάδας έχουν εντελώς διαφορετικά πρόσημα και χαρακτηριστικά και (β) ως προς τις δεύτερες, η έννοα της «ήπιας περιόδου» που υποτίθεται ότι διανύουμε (και για την οποία ακούμε και διαβάζουμε κατά κόρον τελευταία) είναι σχετική και, πάντως, αμφιλεγόμενη. Η Άγκυρα επιθυμεί να δείξει καλό πρόσωπο στη Δύση και οι «ήπιες σχέσεις» είναι καθαρά προς το συμφέρον της τη συγκεκριμένη περίοδο. Παράλληλα όμως, οι μεταναστευτικές ροές προς την Ελλάδα αυξήθηκαν, το δόγμα της Γαλάζιας Πατρίδας παραμένει κραταιό, ο Ερντογάν επιμένει ότι το Κυπριακό έχει ουσιαστικά επιλυθεί από μόνο του και μένει η τυπική παραδοχή της ύπαρξης δυο κρατών, και ούτω καθεξής.

Με δυο λόγια: παρά την περίοδο σχετικής ηρεμίας που διανύουμε, με το μεταναστευτικό να εξελίσσεται καθόλου «ήπια», τα δύσκολα είναι μπροστά μας και θα τα αντιληφθούμε αμέσως μόλις οι συζητήσεις αγγίξουν τα μείζονα ζητήματα της ελληνοτουρκικής διένεξης, με την εκτενέστατη τουρκική ατζέντα να μην υποχωρεί ούτε να συρρικνώνεται.

Κάποιοι, εμμένοντας σε μια ξαναζεσταμένη συζήτηση από το παρελθόν, μας λένε τώρα ότι η Χάγη παραμένει στόχος, παρότι «είναι ακόμη μακριά». Αναφορικά με τα ελληνοτουρκικά, έχω εξηγήσει κατ΄επανάληψη ότι ο δήθεν μονόδρομος της διεθνοδικαϊκής λύσης αποτελεί φενάκη. Αυτό ισχύει για πολλούς λόγους, δομικούς όσο και συγκυριακούς, αλλά σε τελική ανάλυση κυρίως για τον εξής: από άποψη τακτικής, η επένδυση στη Χάγη ή άλλο διεθνή διαμεσολαβητικό θεσμό πέραν της ΕΕ θα οδηγήσει σε επικέντρωση στην ανάγκη να πειστεί η Τουρκία να προσέλθει στην υπογραφή συνυποσχετικού, η δε επικέντρωση στο στόχο αυτό θα οδηγήσει σχεδόν αναπόφευκτα σε ελληνικές υποχωρήσεις.

Διότι η Τουρκία θα επιμείνει οπωσδήποτε σε μια συνολική αποτύπωση των ζητημάτων αναφορικά με τις ζώνες, τα νησιά και τις νησίδες του Αιγαίου. Εκτός εάν και η ελληνική πλευρά προσθέσει ζητήματα – υπαρκτά ζητήματα, όπως το καθεστώς της Ίμβρου και της Τενέδου – οπότε αναφερόμαστε πια σε νέα περίοδο. Όμως η Αθήνα εμμένει στην πάγια άποψη ότι η διαφορά συνίσταται αποκλειστικά σε υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ.

Το γεγονός παραμένει ότι, εάν όντως επικεντρωθούμε διαπραγματευτικά στην προσπάθεια να πειστεί η Τουρκία για τη Χάγη, οι ελληνικές υποχωρήσεις θα αποφευχθούν μόνον αν η ίδια η Τουρκία αλλάξει στάση. Βεβαίως, αν η Τουρκία αλλάξει στάση, θα πρέπει να δώσει απτά δείγματα τώρα, όχι στο μέλλον. Αλλαγή στάσης ούτε φαίνεται ούτε – αν ποτέ συμβεί – θα οφείλεται στην υιοθέτηση της διεθνοδικαϊκής οδού, στον ούτως ή άλλως πολιτικό χαρακτήρα της οποίας έχω ήδη αναφερθεί αναλυτικά στο παρελθόν.

Με δυο λόγια, η επικέντρωση στην προσπάθεια να πειστεί η Τουρκία να προσέλθει στη Χάγη θα αποβεί αντιπαραγωγική και μακροπρόθεσμα επιζήμια. Αυτό είναι ένα σημείο κρίσιμο το οποίο καθιστά την όλη συζήτηση ιδιαίτερα αξιοπερίεργη από διαπραγματευτική άποψη, εκτός βέβαια αν οι στόχοι έχουν αλλάξει.

Παράλληλα, διαπιστώνουμε τις τελευταίες εβδομάδες ότι επανέρχεται το ζήτημα των σχέσεων ΕΕ – Τουρκίας. Πολλοί φαίνεται να αντιλαμβάνονται, επιτέλους, ότι νέο Ελσίνκι δεν θα υπάρξει και -παρά τα όσα εξακολουθούν να λέγονται από επίσημα χείλη- η οδός της πλήρους ένταξης έχει κλείσει για την Τουρκία. Οπότε πολλοί φαίνεται να αντιλαμβάνονται πια ότι θα πρέπει να συζητηθεί ένα καθεστώς ειδικών σχέσεων. Τι είδους καθεστώς; Και τι ρόλο θα πρέπει να διαδραματίσει η Ελλάδα στη διαμόρφωσή του; Ώστε η Άγκυρα να πιεστεί εκείνη στη συνέχεια να το αποδεχτεί ως πλαίσιο ΕΕ – Τουρκίας. Έγραψα και είπα πολλά επ΄αυτού -σε τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές συνεντεύξεις- την τελευταία δεκαετία.

Η στρατηγική «Ελσίνκι 2» δεν είναι πια εφικτή, όσο και αν γοητεύει η απατηλή ασφάλεια των επαναλήψεων. Κατά συνέπεια το εγχείρημα σήμερα τίθεται σε άλλη βάση (όχι στην ένταξη) και είναι πολύ περισσότερο σύνθετο: θα πρέπει η Τουρκία να πειστεί για ένα καθεστώς σχέσεων το οποίο να αποτελέσει, ταυτόχρονα, κίνητρο και για συμμόρφωση ως προς τα ειδικότερα θέματα που μας απασχολούν. Με άλλα λόγια, το ζήτημα σήμερα είναι κατά πόσον μια νέα συνολική προσέγγιση της σχέσης ΕΕ-Τουρκίας στο νέο περιβάλλον και με τα νέα δεδομένα μπορεί να περιλαμβάνει και όρους για τα ελληνοτουρκικά και πώς αυτοί οι όροι θα καταστεί δυνατό να τύχουν εφαρμογής.

Αυτό παρουσιάζει ενδιαφέρον και όχι η Χάγη, όπως έχουμε εξηγήσει αναλυτικά. Η Τουρκία χρειάζεται την ΕΕ, ενώ – αντίθετα- για να πειστεί να προσέλθει σε συνυποσχετικό με την Ελλάδα για τη Χάγη θα πρέπει να κάνουμε υποχωρήσεις. Αυτό θα είναι απαράδεκτο, με δεδομένη και την μεγάλη προσπάθεια εξισορρόπησης ισχύος που – επιτέλους – καταβάλλεται την τελευταία τριετία.

Σε αυτή την τόσο διατυμπανιζόμενη συγκυρία της υποτιθέμενης στροφής προς τη Δύση, η Τουρκία θα πρέπει να κληθεί να δώσει απτά δείγματα καλής θέλησης. Όπως θα ήταν η ανάκληση από την Εθνοσυνέλευση του casus belli (1995), δηλαδή της εξουσιοδότησης προς την κυβέρνηση να κηρύξει πόλεμο στην Ελλάδα σε περίπτωση ελληνικής επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης πέραν των 6 ν.μ. Η εν λόγω εξουσιοδότηση προφανώς παραβιάζει τις αρχές του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών περί απαγόρευσης χρήσης ή απειλής χρήσης βίας, περί ειρηνικής επίλυσης των διαφορών και περί καλής γειτονίας και ειρηνικής συνύπαρξης, όπως παραβιάζει και τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, μια Σύμβαση που είναι πια εθιμικό δίκαιο και αναγνωρίζει το δικαίωμα κάθε χώρας να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα μέχρι τα 12 ν.μ.

Οι επόμενοι μήνες θα φέρουν κρίσιμες εξελίξεις στο περιφερειακό και το διεθνές περιβάλλον των σχέσεων. Ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος ταυτόχρονα δίνει μεγάλες ευκαιρίες αναβάθμισης στην Τουρκία αλλά και μειώνει τις πιθανότητες για άμεση ανάφλεξη στα ελληνο-τουρκικά. Το ερώτημα κατά πόσον αυτή η λεπτή ισορροπία μεταξύ ειρήνης και σύγκρουσης θα διατηρηθεί και θα μετεξελιχθεί σε κάτι μονιμότερο και ουσιαστικότερο, εξαρτάται σε τελική ανάλυση από τρεις κατηγορίες παραγόντων: από τις διεθνείς εξελίξεις, από την εξέλιξη της τουρκικής στρατηγικής, αλλά και από τη δική μας στάση. Οι συμφωνίες με την Τουρκία που κάποιοι προαναγγέλλουν θα κινούνται πέριξ του σκληρού πυρήνα των τουρκικών διεκδικήσεων και δεν θα τον θίγουν. Ως τέτοιες, θα εξυπηρετούν σε ένα βαθμό την ευνόητη επιθυμία για ηρεμία τους επόμενους μήνες, αλλά θα ανταποκρίνονται κυρίως και στα τουρκικά συμφέροντα για μια φαινομενική επαναπροσέγγιση της Άγκυρας με τη Δύση. Τίποτε περισσότερο, τίποτε λιγότερο. Μόνο με αυξημένη αποτρεπτική ισχύ και σημαντικές συμμαχίες μπορεί η Ελλάδα να εξασφαλίσει μονιμότερη ειρήνη. Αυτό είναι το βασικό πλαίσιο, εντός του οποίου μπορούν, από την ελληνική πλευρά, να συζητηθούν οι άλλες διαστάσεις και τα σενάρια για την ανάπτυξη των σχέσεων.

What's your reaction?
1Cool0Upset0Love0Lol

Add Comment

to top