Γράφει ο Δημήτρης Κώνστας*
Εχουν περάσει δύο εβδομάδες από την εκ νέου ανάληψη προεδρικών καθηκόντων από τον Ντόναλντ Τραμπ. Είναι σχεδόν αδύνατη η συμπύκνωση στον χώρο αυτού του κειμένου των δραστικών αλλαγών που επέφερε στην εσωτερική και διεθνή πολιτική των ΗΠΑ με την απλή υπογραφή εκτελεστικών διαταγμάτων. Θα περιοριστούμε στο Παλαιστινιακό Ζήτημα και συγκεκριμένα στην κατάσταση στη Γάζα που αποτέλεσε όχι μόνο διεθνές αλλά και σημαντικό εσωτερικό πολιτικό ζήτημα στις ΗΠΑ αλλά και αλλού. Την αξιολόγησή του από τη νέα αμερικανική ηγεσία υπογραμμίζει και το γεγονός ότι ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Νετανιάχου, υπόδικος ενώπιον του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, είναι ο πρώτος ηγέτης ξένης χώρας που επισκέπτεται επίσημα τον νεοεκλεγέντα πρόεδρο.
Για να γίνει καλύτερα κατανοητή αυτή η προνομιακή μεταχείριση πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η πρόσφατη συμφωνία του Ισραήλ με τη Χαμάς υπήρξε το μόνο διεθνές ζήτημα που διαχειρίστηκαν από κοινού η απερχόμενη και η νέα αμερικανική κυβέρνηση. Να υπενθυμίσουμε ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν, στους περίπου 16 μήνες που διήρκεσε η σύγκρουση στη Γάζα, έστελνε ανθρωπιστική βοήθεια στους Παλαιστινίους στη Γάζα και ταυτόχρονα όπλα και πυραύλους στο Ισραήλ… Δεν είναι λοιπόν ο αμοραλισμός χαρακτηριστικό μόνο της κυβέρνησης Τραμπ.
Καθώς πλησίαζε η 20ή Ιανουαρίου, ημερομηνία ορκωμοσίας του νέου Αμερικανού προέδρου, οι Ισραηλινοί διαπραγματευτές διαπίστωναν αυξανόμενη εμπλοκή των ανθρώπων του στις διαπραγματεύσεις αλλά και πίεση για την εξεύρεση λύσης. Οπως υπογραμμίζει στο Foreign Affairs της 29.1.2025 ο Amos Harrel, αναλυτής της αριστερής εφημερίδας του Ισραήλ Haaretz, o Tραμπ επιθυμούσε διακαώς την επίτευξη συμφωνίας πριν από την 20ή Ιανουαρίου και ενέπλεξε στις διαπραγματεύσεις τον Steve Witkoff, πολυεκατομμυριούχο φίλο του από τη Νέα Υόρκη τον οποίο προόριζε για απεσταλμένο του στη Μέση Ανατολή. Με την εμπλοκή του ο ρυθμός των διαπραγματεύσεων άλλαξε και επιτεύχθηκε συμφωνία.
Ομως για ποιο λόγο ο Τραμπ έγινε θιασώτης της ειρηνευτικής συμφωνίας; Στο σημείο αυτό θα μου επιτρέψετε να ανατρέξω σε ένα κείμενό μου με τίτλο «Η πολυμερής διπλωματία και το πέρασμα στην Ινδία» που δημοσιεύτηκε στην «Εφημερίδα των Συντακτών» στις 14.9.2023, λίγες ημέρες πριν από την επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ (7.10.2023). Στο κείμενο αυτό αναφερόμουν «στη δημιουργία εμπορικού διαδρόμου που με τις ευλογίες της Ουάσινγκτον (“αλλαγή των όρων του παιχνιδιού”, σύμφωνα με τον πρόεδρο Μπάιντεν) θα συνδέει μέσω ενός ναυτιλιακού και σιδηροδρομικού δικτύου τις χώρες της Ε.Ε. και της Μέσης Ανατολής με την Ασία, κυρίως βέβαια με την Ινδία». Βασικοί μέτοχοι του εγχειρήματος ήταν ασφαλώς το Ισραήλ και η Σαουδική Αραβία που θα προχωρούσαν στη σύναψη διπλωματικών σχέσεων.
Η επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ κατέστησε αδύνατη την υλοποίηση του σχεδίου αυτού. Οπως υπογραμμίζει στο άρθρο του ο Harrel, οι ηγέτες της οργάνωσης παραδέχτηκαν ότι η αποτροπή της υλοποίησης αυτής της συμφωνίας υπήρξε ένας από τους κύριους λόγους της επίθεσης της 7ης Οκτωβρίου. Η προσέγγιση της Σαουδικής Αραβίας με το Ισραήλ και η επανενεργοποίηση του εμπορικού διαδρόμου Ευρώπης-Ασίας ως απάντηση στον κινεζικό «δρόμο του μεταξιού» αποτελεί στρατηγικής συμμαχίας στόχο του Τραμπ και του επιτελείου του.
Ασφαλώς κύριος τακτικός στόχος αποτελεί η παραπέρα απομόνωση του Ιράν. Οι τελευταίες εξελίξεις στην περιοχή έχουν επιφέρει σημαντικά πλήγματα στην Τεχεράνη. Η Χεζμπολά έχει υποστεί σοβαρά πλήγματα, συνέπεια της εισβολής του Ισραηλινού στρατού στις περιοχές του Λιβάνου που βρίσκονταν υπό τον έλεγχό της, η ανατροπή του καθεστώτος Ασαντ στέρησε τον βασικό διάδρομο επικοινωνίας της με τη σιιτική οργάνωση, η διεύρυνση των ελεγχόμενων από το Ισραήλ εδαφών στα υψώματα του Γκολάν έχει παραπέρα συμβάλει στην απομόνωση του Ιράν, ενώ η ενεργειακή του υποδομή έχει πληγεί από τις ισραηλινές πυραυλικές επιθέσεις και δύσκολα θα αποκατασταθεί σε σύντομο χρόνο. Οι όποιες μελλοντικές διαπραγματεύσεις για τα πυρηνικά προγράμματα της Τεχεράνης θα ξεκινήσουν από χειρότερη αφετηρία από ό,τι στο παρελθόν.
Ερχομαι τώρα στο υστερόγραφο. Ασχολούμαι για περισσότερο από πενήντα χρόνια με την έρευνα και τη διδασκαλία των διεθνών σχέσεων στην Ελλάδα, τον Καναδά και τις ΗΠΑ. Παράλληλα όσο επιτρέπουν οι δυνάμεις μου προσπαθώ να διατηρώ επαφή και με τους μη επαΐοντες, τους πολίτες που παρακολουθούν τα ΜΜΕ. Δεν έχω ζήσει ποτέ την εμπειρία ηγέτης υπερδύναμης με την ανάληψη των καθηκόντων του να δηλώνει ή και να επιχειρεί να υλοποιήσει μέτρα όπως, π.χ., την τουριστική αξιοποίηση της Γάζας αφού εκδιωχθούν οι κάτοικοί της, τη διεκδίκηση της Γριλανδίας από τη Δανία και της Διώρυγας από τον Παναμά, την επιβολή δασμών 25% σε Μεξικό και Καναδά, χώρες με τις οποίες ο ίδιος είχε συνάψει συμφωνία Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών και την οποία ουσιαστικά καταργεί, την αποχώρηση από τη Συμφωνία για τη Κλιματική Αλλαγή και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, το πάγωμα της Υπηρεσίας εξωτερικής βοήθειας των ΗΠΑ πάνω στην οποία στηριζόταν η αμερικανική πολιτική ήπιας διπλωματίας κ.ά.
Η καταγγελία της ιδέας για τη Γάζα από το Συμβούλιο Ασφαλείας αλλά και από ξένους ηγέτες είναι σημαντική, όμως ασφαλώς δεν αρκεί. Ο κόσμος βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα φαινόμενο όμοιο του οποίου είναι δύσκολο να βρεθεί στη σύγχρονη ιστορία και το οποίο δεν έχει, προς το παρόν, εσωτερικό αντίλογο. Το πρόβλημα αυτό δεν θα αντιμετωπιστεί εάν δεν αποτελέσει μέρος του εσωτερικού πολιτικού προβληματισμού σε όσο γίνεται μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, ώστε τόσο οι πολίτες αλλά και οι ηγεσίες να αναλογιστούν πόσο ασφαλής είναι η εξάρτηση από μια ηγεμονική υπερδύναμη η οποία έχει καταστεί εντελώς απρόβλεπτη.
* Fellow, Πανεπιστήμιο Dalhousie, Χάλιφαξ, Καναδάς