Economist Greek Edition
Ινώ Αφεντούλη (*)
Η περιφερειακή αστάθεια επηρεάζει την Ελλάδα
Με έναν μεγάλο άγνωστο Χ εισέρχεται το 2025 στην περιοχή μας και την καθιστά ακόμη περισσότερο ασταθή. Αναφερόμαστε στα όσα συμβαίνουν στη Μέση Ανατολή και τις συνέπειες τους στην Ανατολική Μεσόγειο. Η αλλαγή καθεστώτος στη Συρία μεταβάλλει τα δεδομένα καθώς επηρεάζει την εξέλιξη του πολέμου στη Γάζα, τη στάση του Ισραήλ, τη στάση της Τουρκίας, το ρόλο μεγάλων δυνάμεων όπως οι ΗΠΑ και η Ρωσία και γενικότερα την περιφερειακή ισορροπία. Η γεωγραφική εγγύτητα επιβάλλει στην Ελλάδα να συνυπολογίσει αυτές τις εξελίξεις. Η ισορροπία δυνάμεως στην περιοχή μας μεταβάλλεται και αυτό θα έχει νικητές και ηττημένους.
Αν δεν άλλαζε η κατάσταση στη Συρία, αργά ή γρήγορα, το Ισραήλ θα οδηγούσε τα πράγματα στη Γάζα εκεί που επιθυμούσε και στη συνέχεια θα δεχόταν μια διαπραγμάτευση από θέση ισχύος. Θα είχε και τη στήριξη των ΗΠΑ και ενδεχομένως και κάποιων χωρών του Κόλπου για να επιβάλει λύση με ευνοϊκούς όρους. Αυτό είναι πλέον δυσκολότερο να συμβεί. Οι Παλαιστίνιοι θα έχουν μια μεγάλη χώρα όπως η Συρία στο πλευρό τους, μια χώρα που συνορεύει με το Ισραήλ και συνεπώς επηρεάζει την ασφάλεια του. Μια χώρα επιπλέον της οποίας το νέο καθεστώς εγκαθιδρύθηκε χάρις στην υποστήριξη της Τουρκίας που έχει θέσεις πολύ εχθρικές ως προς την πολιτική του Ισραήλ. Αν κρίνει ότι επιχειρείται μια κακή λύση στο Παλαιστινιακό, είναι πολύ πιθανό να ωθήσει το συριακό καθεστώς σε σύγκρουση με το Ισραήλ μεταβάλλοντας έτσι έναν τοπικό πόλεμο σε περιφερειακό. Αν συνυπολογίσουμε ότι το Ισραήλ υποστήριζε πάντοτε τους Κούρδους της Συρίας, υπάρχει ακόμη ένας πολύ σοβαρός λόγος για την Τουρκία να στραφεί εναντίον του με μοχλό τη νέα συριακή κυβέρνηση. Ευθεία σύγκρουση Ισραήλ-Τουρκίας είναι ένα απομακρυσμένο ενδεχόμενο αλλά εάν η σύρραξη Ισραήλ-Συρίας προσλάβει σοβαρή διάσταση δεν θα μπορούσε να αποκλεισθεί. Και τότε θα έχουμε μια κατάσταση χωρίς προηγούμενο: η Τουρκία, μέλος του ΝΑΤΟ, την οποία οι ΗΠΑ έχουν υποχρέωση να στηρίξουν αν δεχθεί επίθεση, να συγκρούεται με μια χώρα, το Ισραήλ, την οποία οι ΗΠΑ έχουν επίσης υποχρέωση να στηρίξουν αν δεχθεί επίθεση. Αυτή η πολυπλοκότητα κάνει μάλλον απίθανο το συγκεκριμένο σενάριο, αλλά είναι ενδεικτική της πολύ επικίνδυνης κατάστασης που διαμορφώνεται στη Μέση Ανατολή.
Πως θα πρέπει η Ελλάδα να αντιμετωπίσει τη νέα αυτή κατάσταση; Αν μια χώρα όπως η Τουρκία ενισχύει το ρόλο της ως περιφερειακή δύναμη, θα παραμείνει «εγκρατής» ως προς την Ελλάδα ή την Κύπρο; Αυτό είναι το κομβικό ερώτημα που θα πρέπει να απασχολήσει την Αθήνα και τη Λευκωσία. Η τελευταία βιώνει την κατακτητική Τουρκία εδώ και πενήντα χρόνια. Αν η θέση της στην περιοχή την καθιστά απαραίτητη για δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ, τι μοχλό πίεσης μπορεί να έχει η Κύπρος για μια δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού;
Η χώρα μας διαθέτει κάποιες επιπλέον δικλείδες ασφαλείας, όπως είναι η συμμετοχή στο ΝΑΤΟ, η στρατηγική σχέση με τις ΗΠΑ, που λειτουργούν ως ανάχωμα για τυχόν επιθετικές ενέργειες από πλευράς Τουρκίας. Αλλά για να λειτουργήσουν αποτρεπτικά ο ρόλος των ΗΠΑ είναι καθοριστικός και ακόμη δεν γνωρίζουμε ούτε ποια θα είναι η στάση τους εντός του ΝΑΤΟ ούτε αν θα θελήσει η προεδρία Τραμπ να αναλάβει πρωτοβουλία σε περίπτωση όξυνσης των ελληνο-τουρκικών σχέσεων. Για τους λόγους αυτούς τόσο για την Ελλάδα όσο και για την Κύπρο έχει πολύ μεγάλη σημασία η σχέση με το Ισραήλ που παραμένει η πιο ισχυρή χώρα της περιοχής στρατιωτικά και εκείνη με τη μεγαλύτερη πρόσβαση στο νέο ένοικο του Λευκού Οίκου. Η αμυντική συνεργασία Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ μπορεί να αποδειχθεί η ισχυρότερη ομπρέλα προστασίας καθώς εισερχόμαστε σε μια περίοδο ανακατατάξεων ιστορικών διαστάσεων. Ωστόσο, για να λειτουργήσει αποτελεσματικά θα χρειασθεί αλλαγή παραδείγματος στην ελληνική στρατηγική.
Η τελευταία σχεδιάζεται επί πενήντα χρόνια από όλες τις κυβερνήσεις με βάση δύο σταθερές: η Ελλάδα είναι μια χώρα του status quo και της επίλυσης διαφορών με τα εργαλεία του διεθνούς δικαίου. Αν όμως το status quo ολόγυρα μας αλλάζει και οι διαφορές επιλύονται μέσω συγκρούσεων, εμείς θα μείνουμε ανεπηρέαστοι; Η απάντηση είναι προφανής : «Αν θέλετε ειρήνη, προετοιμαστείτε για πόλεμο – Si vis pacem, para bellum»
Η ρήση του Βεγέτιου είναι κλασσική και δυστυχώς επίκαιρη όσο και τον 4ο αιώνα μ.Χ. όταν γράφτηκε. Δεν σημαίνει ότι το δόγμα της ελληνικής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής πρέπει να γίνει επιθετικό. Θα πρέπει ωστόσο να συμπεριλάβει και τον πόλεμο ως πιθανό ενδεχόμενο τις επόμενες δεκαετίες. Η πολιτική ανάσχεσης της Τουρκίας με διπλωματικά μέσα καθώς και με τη μεταφορά του βάρους αντιμετώπισης της σε πολυεθνικά σύνολα, όπως το ΝΑΤΟ και η ΕΕ, πιθανότατα να εξαντληθεί αν η Αγκυρα, ενισχυμένη από τον περιφερειακό της ρόλο, πιστέψει ότι είναι ώριμη και η πραγματοποίηση επιδιώξεων αναθεωρητικών όχι μόνο ανατολικά αλλά και δυτικά. Θα πρόκειται για μια πολύ ριζική στροφή αφού θα υπονόμευε το ρόλο της γέφυρας μεταξύ Ανατολής και Δύσης που καλλιεργείται διαχρονικά από τις τουρκικές ηγεσίες αλλά δεν αποκλείεται να κριθεί ότι μια τέτοια ρήξη θα εξυπηρετούσε το όραμα του «αιώνα της Τουρκίας» και να αναληφθεί το ρίσκο.
(*) Η Ινώ Αφεντούλη είναι εκτελεστική διευθύντρια του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ).